
Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου
Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου...
Η Έλι είναι μια μαύρη γάτα, που ζει στην κουφάλα ενός λιόδεντρου μαζί με τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Η Έλι έχει πάρει το όνομά της από το υπεραιωνόβιο αυτό δέντρο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παρθενώνα. Κυκλοφορεί στα σοκάκια της πλάκας, ταΐζεται από τα ταβερνεία της περιοχής, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης όταν δεν έχει κόσμο. Εσείς, έχετε δει τον ήλιο να ανατέλλει, από το βράχο του Παρθενώνα; Η Έλι έχει πολλές ιστορίες να σας διηγηθεί, από τη δική της ζωή αλλά και από τις εφτά ζωές πολλών άλλων μαυρόγατων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ -ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ-
Τα κιβώτια είχαν φορτωθεί πλέον στο καράβι. Όλα είχαν γίνει όπως είχαν συμφωνήσει. Στην ακτή τους περίμενε μόνος του ο γιατρός, ο οποίος έβαλε ένα χεράκι να φορτώσουν στη βάρκα τα κιβώτια για να μεταφερθούν στο πειρατικό.
"Λοιπόν;" ρώτησε τη Λάουρα "θα υπάρξει επόμενο δρομολόγιο διάσωσης;"
"Κι εγώ δεν ξέρω, το πλήρωμα έχει διχαστεί για το αν πρέπει να πάρουμε το ρίσκο δύο ακόμα φορές. Για να μη ναυαγήσει η πρώτη απόπειρα, αφήσαμε να πάρουμε την απόφαση μετά τη λήξη του πρώτου ταξιδιού. Αν έχουμε ένα ήρεμο ταξίδι, πιστεύω ότι θα είναι πιο εύκολο να προχωρήσουμε σε μια δεύτερη διάσωση".
"Ας το ελπίσουμε, αλλιώς ο ευγενής θα είναι χαμένος. Για πόσο ακόμα θα μπορεί να κρατάει κρυμμένες 66 γάτες".
"Καταλαβαίνω. Θα προσπαθήσω να τις πείσω, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από το ταξίδι κι από το πόσο θα μπλέκονται οι γάτες στα πόδια μας".
"Μην περιμένεις ότι δε θα μπλεχτούν, είναι ζωηρά και περίεργα πλάσματα".
"Τώρα πρέπει να σε αποχαιρετήσω, καλό είναι να φύγουμε το συντομότερο για τα ανοιχτά, μάθαμε ότι επιτέθηκαν πειρατές στις ακτές".
"Καλό ταξίδι!" της ευχήθηκε, αλλά δεν έφυγε αμέσως παρά έμεινε στην ακτή να κοιτάζει τις γυναίκες μέχρι να φτάσουν στο πλοιάριο με τη βάρκα τους και να ανεβαίνουν επάνω να ανταμώσουν το υπόλοιπο πλήρωμα.
"Αφήστε τα κιβώτια ως έχουν, αργότερα θα τα ανοίξουμε να δούμε αν ήταν εντάξει οι άρχοντες με τις υποσχέσεις τους, τώρα πρέπει να απομακρυνθούμε από την ξηρά".
"Με τις γάτες τι θα κάνουμε, κάποιες αρχίζουν να ξυπνάνε".
"Οι γάτες καλό θα ήταν να μείνουν στα κιβώτια, μόνο μπελάδες θα μας φέρουν".
"Είναι ζωντανά πλάσματα Αλίσια, πρέπει να τις αφήσουμε ελεύθερες".
"Θα είμαστε όλοι πιο ασφαλείς, κι εκείνες και εμείς αν μείνουν στα κιβώτια, άλλωστε να τις ελευθερώσουμε δεν πάμε, ας κάνουν υπομονή λίγες ακόμα μέρες".
Αφού είχαν απομακρυνθεί και θέλοντας να γαληνέψει κάπως την ανταριασμένη Αλίσια η Λάουρα την πλησίασε στο πηδάλιο και της είπε.
"Δεν πήγαν και τόσο άσχημα τα πράγματα".
"Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" σχολίασε δύσπιστα η Αλίσια, αλλά φυσικά όχι στα αρχαία ελληνικά, μα στην τοπική σκοτσέζικη διάλεκτο.
Καθώς ανοίχτηκαν στη θάλασσα, η Λάουρα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ανοίξουν τα κιβώτια των επιβατών. Δεν ήταν τρόπος αυτός να κάνεις ταξίδι, άλλωστε οι αδελφές τους στην ανάγκη είχαν αρχίσει να συνέρχονται από τη νάρκωση και γίνονταν όλο και πιο ανήσυχες, και όχι άδικα έτσι όπως ήταν περιορισμένες. Τα κιβώτια είχαν τοποθετηθεί στο αμπάρι, μαζί με το αγοροκόριτσο κατέβηκαν κάτω και ξεκίνησαν να απεγκλωβίζουν τις φυλακισμένες ψιψίνες. Έβγαζαν τα ανακατεμένα ρούχα με τα οποία τις είχαν κρύψει και που οι ίδιες με τις στροφές τους μέσα στο κιβώτιο είχαν τσαλακώσει, έβγαζαν και τα άχυρα και τις άφηναν να πάρουν μόνες τους την απόφαση για το πότε θα έβγαιναν, δεν ήθελαν να τις τρομάξουν περισσότερο. Οι γάτες ήταν από τον ύπνο ακόμα, οπότε κοίταζαν τις δυο νεαρές γυναίκες με περισσότερη περιέργεια και όχι τόσο με φόβο. Οι πιο ανήσυχες στριμώχνονταν στη γωνία, όμως καμία τους δεν ήταν επιθετική.
"Ας τις αφήσουμε να πάρουν τον χρόνο τους, είχαν συνηθίσει σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον".
"Πότε λες ότι θα φτάσουμε στο νησί;" ρώτησε το αγοροκόριτσο.
"Αν δε βρούμε εμπόδια, σε τρεις μέρες το πολύ".
"Πιστεύεις ότι θα γίνει άλλη μεταφορά;"
"Εσύ θεωρείς ότι πρέπει να γίνει;" τη ρώτησε διερευνητικά η Λάουρα.
"Δεν ξέρω, αλλά νιώθω ότι το σωστό είναι να βοηθήσουμε, αν ο ευγενής μείνει με 66 γάτες, αργά ή γρήγορα θα τους ανακαλύψει κάποιος, και το ρίσκο που πήραμε κι ο κόπος μας θα έχουν πάει στο βρόντο".
"Δε θα είναι εντελώς στο βρόντο" θέλησε να την παρηγορήσει η Λάουρα "αν όλα πάνε καλά σε αυτή μας τη διαδρομή, θα έχουμε σώσει 33 πλάσματα"
"Όχι όμως τον ευγενή, που θα τον ρίξουν στη φωτιά μαζί με τα υπόλοιπα 66 αθώα πλάσματα". Από αντικειμενικής σκοπιάς, εδώ θέλω να προσθέσω ότι αν την ιστορία δεν αφηγούμουν εγώ η Έλι, αλλά ένας ποντικός με το τυχαίο όνομα Μίκυ, δε θα χαρακτήριζε σε καμία περίπτωση τις ψιψίνες ως αθώα πλάσματα και δε θα τον ενδιέφερε καθόλου η μοίρα του ευεργέτη τους του ευγενή. Αυτές οι μεταφορές στο νησί των τρωκτικών, σήμαινε ότι ξεκινούσε μια επικίνδυνη μακρά περίοδος για τους ως τότε κατοίκους του νησιού, σε αντίθεση με τις πόλεις που τα τρωκτικά ήταν στην ακμή τους.
"Τι ανοησία και αυτή!" σχολίασε η Λάουρα "λες κι αν μπορούσε κάποια να μεταμορφωθεί σε γάτα, δε θα επανερχόταν στην ανθρώπινή της μορφή όταν την καίγανε".
"Η φαντασία ορισμένων ανθρώπων καλπάζει".
"Και η κακία τους περισσότερο. Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Αν το ταξίδι μας κυλήσει ήσυχα, θα είναι πιο εύκολο να πειστούν και για ένα επόμενο, άσε που στοιχηματίζω ότι θα γλυκαθούν από τα εφόδια που μας προσέφερε ο ευγενής. Αν αυτά τα τερατάκια είναι φρόνιμα…" πριν προλάβει όμως να ολοκληρώσει τη φράση της η Λάουρα, ένας μαύρος γάτος πήδηξε και βγήκε έξω από το κασόνι του και χωρίς δισταγμό πήγε και τρίφτηκε στα πόδια τους, δείχνοντάς τους την εμπιστοσύνη του.
''Βάζω στοίχημα ότι αυτός ο κύριος μας καλοπιάνει για να τον ταΐσουμε", παρατήρησε η Λάουρα.
"Μα δεν είναι χαριτωμένος;" ρώτησε το κορίτσι και έσκυψε να τον χαϊδέψει.
"Μαρία, πρέπει να αναλάβεις το καθήκον να τις ταΐζεις και να φροντίζεις να είναι ήσυχες και να παραμένουν στο αμπάρι, αν θες να έχει πιθανότητες να σωθεί ο ευγενής και οι υπόλοιπες φιλοξενούμενές του".
Το ταξίδι εξελίχθηκε όπως επιθυμούσαν τα δύο κορίτσια. Οι γάτες ήταν κάτι παραπάνω από διστακτικές και αυτό τις διατήρησε ήσυχες με το να κοιμούνται τις περισσότερες ώρες στο αμπάρι, σε αυτό συνηγόρησε και το γεγονός ότι το ταξίδι δεν κράτησε υπερβολικά πολλές ημέρες. Μόνο ένας γάτος στάθηκε θαρραλέος, βαριεστημένος με το να κάθεται συνέχεια στο αμπάρι, δεν άργησε να βγει στο κατάστρωμα, παρατηρώντας τις πέντε αυτές γυναίκες που θέλοντας και μη ανέλαβαν τη σωτηρία τους. Μέχρι που στάθηκε στην άκρη της πλώρης να κοιτάξει τη γαλάζια απεραντοσύνη, ενώ δεν άργησε να μπλεχτεί στα πόδια τους. Οι περισσότερες τον έκαναν στην άκρη με το πόδι τους, το αγοροκόριτσο τον άρπαζε και τον επέστρεφε στο αμπάρι για να μη γίνεται ενοχλητικός και χαλάσει το σχέδιο για τη σωτηρία του ευγενή και των υπόλοιπων γατιών. Μόνο η Λάουρα γέλαγε και έπαιζε μαζί του, ρωτώντας τον αν είχε γεννηθεί θαλασσοπόρος! Έτσι κι εκείνος έμαθε να μην ανακατεύεται στα πόδια της και να περπατάει δίπλα της.
Φτάνοντας επιτέλους στον προορισμό τους, ανέβασαν τις γατούλες στο κατάστρωμα. Αφού άνοιξαν την μπουκαπόρτα, περίμεναν να κατέβουν, όμως εκείνες διστακτικές έμειναν να θαυμάζουν το νησί.
"Τι είναι εδώ;" ρώτησε μία στη γατίσια γλώσσα.
"Εδώ είναι ο παράδεισος" απάντησε μια άλλη.
Ένας ποντικός έτυχε να περνάει και στάθηκε με δέος να κοιτάζει το πλοίο που είχε φτάσει, έτοιμο να αποβιβάσει τον θανάσιμο εχθρό των τρωκτικών.
Μια γάτα τότε φώναξε "Φαΐ" και έτρεξε καταπάνω του, αναγκάζοντας το ποντίκι να τραπεί σε φυγή την ώρα που έδινε το σύνθημα στις υπόλοιπες να ξεχυθούν πίσω τους. Μόνο ένας γάτος παρέμεινε στο πλοίο και άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στη Λάουρα για να πάει να κουρνιάσει στον ώμο της.
"Απέκτησες παπαγάλο βλέπω" την πείραξε η Αλίσια ανακουφισμένη που όλα είχαν πάει καλά στο πρώτο εκείνο ταξίδι.

Κεφάλαιο Δέκατο -Προετοιμασίες-
"Μας έχει για παραδόπιστες ο άρχοντάς σου, γιατρέ μου;" σχολίασε η Λάουρα γελώντας καλοπροαίρετα όταν άκουσε την προσφορά και την υπόσχεση για επιπλέον προμήθειες.
"Δεν είναι έτσι, απλά αντιλαμβάνεται ότι είναι μεγαλύτερο το ρίσκο για εσάς με τρεις διαδρομές αντί μία".
Η Λάουρα κοίταξε το αγοροκόριτσο που τη συνόδευε και εκείνο ανασήκωσε τους ώμους του.
"Είσαι βέβαιος ότι οι φίλοι σου δεν ετοιμάζουν κάποια παγίδα;"
"Όταν δίνει άσυλο σε 99 γάτες βάζεις το κεφάλι σου στη λαιμητόμο. Πέρα από αυτό σου εγγυώμαι ότι δεν κινδυνεύεις από εμάς. Είμαστε με το μέρος σου, με το μέρος σας".
"Και το να σώσεις μια γάτα το ρίσκο είναι μεγάλο, πόσο μάλλον για 99 μαύρες" σχολίασε το κορίτσι.
"Με τέτοια φρενίτιδα που έχει πάθει η εκκλησία... μα να πιστεύουν ότι μεταμορφωνόμαστε σε γάτες και παρακολουθούμε τους γείτονές μας, μα τι φαντασία!" σχολίασε και η Λάουρα που κατά βάθος ήθελε να βοηθήσει τον φίλο του γιατρού και τις γάτες. "Επειδή έχουμε συμφωνήσει για μια διαδρομή, θα δεχτούμε να κάνουμε την πρώτη, με τις προμήθειες που εσείς προσφέρετε. Για τις υπόλοιπες πρέπει να το συζητήσουμε και να συμφωνήσει ολόκληρο το πλήρωμα, δεν μπορώ λοιπόν να σε διαβεβαιώσω ότι θα υπάρξουν άλλες. Οπότε φρόντισε εσύ και οι φίλοι σου να μείνουν ικανοποιημένες οι υπόλοιπες καπετάνισσες από την πρώτη".
Ο γιατρός κοίταξε το κορίτσι και πρόσεξε ότι του χαμογελούσε, μειδίασε και εκείνος σφίγγοντας τα χείλη του.
"Σε 15 ημέρες λοιπόν θα πρέπει να βρούμε εδώ τα κιβώτια για να τα μεταφέρουμε στο πλοίο μας. Στην ακτή θα περιμένεις μόνο εσύ". Μετά από αυτό οι δυο γυναίκες μπήκαν στη βάρκα και έφυγαν για το πλοίο τους. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά πήρε και ο γιατρός το άλογό του και πήγε στο σπίτι του ευγενή που τον περίμεναν οι σύντροφοί του.
"Όχι, όχι, αυτό είναι μεγάλο ρίσκο" ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσαν η Λάουρα και το αγοροκόριτσο, μόλις ενημέρωσαν τις φίλες τους για την πρόταση του γιατρού για τριπλό ταξίδι αντί για ένα. Την ίδια όμως αντίδραση έπρεπε να αντιμετωπίσει και ο γιατρός στο αρχοντικό του ευγενή.
"Ούτως ή άλλως δε θα έχουμε τη δυνατότητα να μεταφέρουμε όλες τις γάτες με ένα δρομολόγιο. Το σκαρί μας είναι μικρό και το βάρος μεγάλο... μιλάμε για πάνω από 300 κιβώτια. Επιπλέον 33 γάτες είναι μπελάς, πόσο μάλλον 99. Δεν πιστεύετε ότι θα τις αφήσουμε κλεισμένες στα κιβώτια σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, θέλουμε να φτάσουν στη νέα τους πατρίδα υγιείς, και όχι ζαλισμένες από την κλεισούρα".
"Θα τους φτάνει η ναυτία" σιγοντάρισε το αγοροκόριτσο.
"Δεν έχετε να ανησυχείτε για κάτι, θα κάνουν όλα τα δρομολόγια, τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη" τις υποστήριξε ο γιατρός.
"Γιατί δεν παίρνουν τα 99 κιβώτια και τα χρήματα οι αναθεματισμένες" ρώτησε ο Υπόνομος.
"Πρώτον μη βλασφημείς, δεύτερον ξέρετε πολύ καλά, τα λεφτά με την υπάρχουσα κατάσταση δε θα τις βοηθήσουν πουθενά".
"Ας μη μαλώνουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε τις προετοιμασίες" είπε ανακτώντας την ψυχραιμία του ο ευγενής. "Τη δική σου κρίση την εμπιστεύομαι φίλε μου" είπε και χτύπησε τον γιατρό στην πλάτη.
Τα τρόφιμα δεν ήταν τόσο δύσκολο να μαζευτούν, ούτε καν τα ενδύματα. Με τα πυρομαχικά ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα, τελικά μια επιδρομή πειρατών στις ακτές του νησιού, τους έδωσε τη δικαιολογία που χρειάζονταν για να αγοράσουν το μπαρούτι. Το βράδυ πριν το προγραμματισμένο του πρώτου ταξιδιού, τα 99 ξύλινα κιβώτια είχαν ήδη μεταφερθεί και φυλαχθεί σε μια σπηλιά στη βόρεια ακτή. Λείπανε μόνο τα 33 κιβώτια με τους μαύρους φιλοξενούμενους του ευγενή.
Αφού κατάφερε να αποκόψει 33 μέλη της γατοκοινότητας, φρόντισε το φαγητό τους να περιλαμβάνει μια σεβαστή ποσότητα από τη χαλαρωτική ουσία, με την οποία τον είχε προμηθεύσει η Λάουρα, ώστε να κοιμηθούν και να τοποθετηθούν στα τρυπημένα κουτιά, αλλά και να έχουν ένα ήσυχο ταξίδι ως το μέρος της επιβίβασης τους στο πλοίο. Στον πάτο των κασονιών είχε βάλει άχυρο για να μην πληγωθούν τα κορμάκια τους από το ξύλο και αφού τις ξάπλωσε στα κουτιά τις σκέπασε πάλι με άχυρο. Από πάνω πρόσθεσαν υφάσματα σε περίπτωση ελέγχου να αποφύγουν να γίνουν αντιληπτές οι παράνομες μετανάστριες. Παράνομες επειδή ο κόσμος είχε αποφασίσει ότι είναι τέτοιες. Μα ποιο πλάσμα είναι παράνομο πάνω στον πλανήτη που γεννήθηκε; Κι εδώ ξεφυσάω θυμωμένη με την αδικία.
"Είμαι έμπορος, ας ελπίσουμε ότι δε θα αναζητήσουν να βρουν τι βρίσκεται πιο κάτω". Αφού φόρτωσαν προσεκτικά τα κιβώτια στην καρότσα, ξεκίνησαν για την ακτή.
"Θα μου λείψουν" σχολίασε στον αιγύπτιο υπηρέτη του ο ευγενής, χτυπώντας με τα γκέμια τα άλογα για να ξεκινήσουν.
"Έχουμε άλλες 66 ζωηρότατες στο σπίτι".
"Θα μου φανεί άδειο όταν με το καλό θα τις έχουμε διώξει όλες".
"Κι εμένα, είναι μικρές θεότητες όμως δυστυχώς στα χρόνια αυτά, τα δίσεκτα, είναι και μπελάς".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ - Η πρόταση πέφτει στο τραπέζι
"Όλα πρέπει να λειτουργήσουν ρολόι" είπε το νεαρό αγόρι που παρουσιάστηκε στο ιατρείο κουτσαίνοντας. "Δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη, παίζονται τόσο τα δικά μας κεφάλια, όσο και τα 99 χαριτωμένα κεφαλάκια των νεαρών μας φίλων και φιλενάδων".
"Μην ανησυχείς νεαρέ μου" την καθησύχασε ο γιατρός.
"Αντιλαμβάνεστε φυσικά ότι το ρίσκο είναι μεγάλο, το ίδιο μεγάλη θα είναι και η αμοιβή μας, αν θέλετε να το αναλάβουμε".
"Θα το φροντίσουμε" αν και ρίχνοντας μια ματιά στο σημείωμα που του έδωσε το "χωλό αγόρι" έπεσε το σαγόνι του. "Δε θα προτιμούσατε να τα πάρετε σε χρήματα;" ρώτησε.
"Δεν είναι εύκολο για εμάς να βγούμε να ψωνίσουμε, σαν να μην τρέχει τίποτα. Μας φαντάζεστε πέντε επικηρυγμένες να βγαίνουμε για φουστάνια και μπαρούτι".
"Εντάξει θα δω τι θα κάνω".
"Ό,τι κι αν κάνεις να το κάνεις προσεκτικά".
Ο Σκωτσέζος ευγενής έπαθε σοκ, οι απαιτήσεις ήταν μεγάλες. Μα πάνω απ' όλα αυτό που δυσκόλευε το εγχείρημα ήταν το πώς θα συνέλλεγαν τις προμήθειες, και κυρίως τα πυρομαχικά χωρίς να κινήσουν υποψίες.
"Φίλε μου με αυτές τις απαιτήσεις, προβλέπω να φτωχαίνεις" σχολίασε ο Πειρατής.
"Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας ευγενικός τρόπος για να μην αναλάβουν την αποστολή" συμπέρανε ο Υπόνομος.
"Να πάρει, είναι καλό το σχέδιο κι αυτό το φίλτρο... μαγικό".
"Μη λες αυτές τις λέξεις, είναι επικίνδυνες" τον προειδοποίησε ο γιατρός.
"Είναι απολύτου εμπιστοσύνης;"
"Όσο γι αυτό" επιβεβαίωσε ο γιατρός.
"Άντρες δε θα ζητούσαν τόσα" σχολίασε ο ευγενής Πειρατής.
"Μιλάμε για μάγισσες" θέλησε να αστειευτεί ο Υπόνομος. "Αλήθεια πώς το σκέφτονται, θα σκεπάσουν το πλοίο με ομίχλη για να καταφέρουν να μεταφέρουν το παράνομο εμπόρευμα;"
"Πρέπει να προσέχετε τι λέτε" επανέλαβε προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του ο γιατρός. "Η απόφαση είναι δική σου, αλλά δε βλέπω άμεσα άλλη πιθανή λύση. Και το ότι δέχτηκαν να βοηθήσουν ήταν σχεδόν ανέλπιστο".
"Με το αζημίωτο" σχολίασε ο Πειρατής που δεν ήταν πειρατής, αλλά πήρε το όνομά του από την πρόταση που είχε κάνει για τους πειρατές όπως και ο κατάπτυστος Υπόνομος, από την πρόταση του να θάψει ζωντανές τις γάτες στον υπόνομο.
"Αν τις πιάσουν θα ζημιωθούν" τις υποστήριξε ο γιατρός.
"Ούτε εγώ βλέπω άλλη λύση, οπότε θα δεχτούμε. Κάθε μέρα που περνάει διακινδυνεύουμε όλο και περισσότερο να αποκαλυφθούμε. Όμως πρέπει κι εμείς με τη σειρά μας να φτιάξουμε το δικό μας σχέδιο. Πώς θα φτάσουν τόσα κιβώτια στην παραλία και κυρίως πώς θα συλλέξουμε όλες αυτές τις προμήθειες; Θα ήταν πιο εύκολα να τους δίναμε χρυσές λίρες. Πώς θα τα κάνουμε όλα χωρίς να κινήσουμε υποψίες!"
"Χμμμμ", όλοι στράφηκαν και κοίταξαν τον Υπόνομο. "Η αφετηρία από την οποία θα μεταφερθούν τα κιβώτια στην ακτή δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά μια".
"Δηλαδή;"
"Τα κασόνια με το εμπόρευμα, δε χρειάζεται να φύγουν όλα από το αρχοντικό σου, ευγενή μου".
"Ποιο είναι το σύνολο των κασονιών που πρέπει να μεταφερθούν;"
"Ωχ Θεέ μου!" ξεφύσησε κουρασμένα ο ευγενής έμπορος.
"Δεν είναι ώρα για ηττοπάθειες" σχολίασε ο Πειρατής και έβγαλε πένα και χαρτί. "Πόσα κασόνια είναι το αρχικό εμπόρευμα;" ρώτησε αναφερόμενος στις γάτες.
" Όσα και οι γάτες , 99".
Ένα σφύριγμα θαυμασμού για την αποκοτιά τους ξέφυγε από τα χείλη του Ευγενή Πειρατή.
"Πότε έφτασαν τόσες;"
"Και θα είχαν φτάσει ακόμα περισσότερες αν δεν ελέγχαμε τις γεννήσεις τους". Μην απορείτε, ήταν σπουδαίος ο γιατρός και πολύ μπροστά για την εποχή του.
"Θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον τον τριπλάσιο αριθμό κασονιών αν δεν το είχε σκεφτεί ο φίλος μας".
"Εκτός από τα 99 κασόνια των φιλοξενούμενων, ποιες είναι οι απαιτήσεις των μεταφορέων;"
"Εύγε φίλε μου για τη διακριτικότητά σου" τον επιδοκίμασε ο γιατρός.
"66 με τρόφιμα για τις κυρίες, 33 με τρόφιμα για το ταξίδι των φιλοξενούμενών μας, 33 και με ενδύματα και άλλα 99 με πυρομαχικά".
"330 κιβώτια, και τυχεροί ήμαστε. Αν ζητούσαν όσα η κυρά μου για ρούχα, τόσα θα ήταν μόνο για ενδύματα".
"Αν τα διώξουμε από τέσσερις διαφορετικές αφετηρίες για να μην κινήσουμε υποψίες ότι κάτι ύποπτο περιλαμβάνουν τα κιβώτια, θα μπορούσαν να φύγουν τα πρώτα 140 κιβώτια, 35 από κάθε αφετηρία. Ας φύγουν πρώτα οι φιλοξενούμενες και οι τροφές τους".
"Και τα υπόλοιπα 190;"
"Σε 2 επόμενες δόσεις, θα έχουμε και τον χρόνο να συλλέξουμε τις απαιτήσεις τους".
"Δε θα δεχτούν, θα θεωρήσουν ότι πάμε να τις ξεγελάσουμε και να τους φορτώσουμε το πρόβλημα" σχολίασε, ενώ καθόταν σε μια πολυθρόνα ο Σκωτσέζος ευγενής.
"330 κιβώτια θα τραβήξουν την προσοχή, 82-83 κιβώτια από κάθε αφετηρία είναι μεγάλος αριθμός" σχολίασε ο Υπόνομος.
"Μίλησε με την επαφή σου και ρώτησέ τη, πόσο διατεθειμένες είναι να κάνουν τρεις διαδρομές ώστε να μοιραστούν τα κιβώτια. Και για το πλοίο τους θαρρώ, θα είναι προτιμότερο να μην κουβαλήσουν με τη μία τόσο βάρος", παίρνοντας το χαρτί από τον έμπορο έκανε τους δικούς του υπολογισμούς. "Πρώτο δρομολόγιο 33 κιβώτια φιλοξενούμενες, άλλα 33 με πυρομαχικά που πιθανόν να τα χρειαστούν για να αποφύγουν κινδύνους στο ταξίδι, 33 με τρόφιμα για τις ίδιες και 11 με τροφή για τις επιβάτισσες και άλλα 22 με ενδύματα για τις ίδιες".
"Δε νομίζω ότι θα ενθουσιαστεί, αλλά θα τη ρωτήσω. Αν όμως δε δεχτεί;"
"Θα δούμε. Πες της επίσης, ότι θα πάρουν επιπλέον προμήθειες όταν θα ολοκληρωθεί η αποστολή".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ "ΜΑΓΙΣΣΩΝ"
Το πειρατικό πλοιάριο είχε αράξει αρόδο. Οι τέσσερις πειρατίνες άκουγαν με προσοχή την αρχηγό τους που στεκόταν όρθια στο κέντρο του κύκλου που είχαν σχηματίσει γύρω της. Μόλις τελείωσε πήγε και κάθισε, περιμένοντας να καταθέσουν τη γνώμη τους οι συντρόφισσές της. Μουδιασμένες με όσα είχαν ακούσει, δεν έπαιρνε καμία τους το λόγο, μέχρι που κάποια τόλμησε να σπάσει τη σιωπή.
"Είναι τρέλα".
"Ακόμα και να θέλαμε να βοηθήσουμε, πώς θα καταφέρναμε να μεταφέρουμε τόσες γάτες από ένα αρχοντικό στην πόλη μέχρι το πλοίο; Θα έπρεπε να ήμασταν πραγματικές μάγισσες για να τα καταφέρουμε".
"Έτσι πιστεύαμε και στην αρχή, ότι δε θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε ως πειρατίνες. Δεν γνωρίζαμε τίποτα από πλοία και θάλασσα. Κι όμως τρία χρόνια πλέον τα καταφέρνουμε καλύτερα στην υγρή γη απ' ότι στη στεριά", σχολίασε η νεαρή που εμφανίστηκε στο γιατρό ως αγόρι και ήταν η μόνη που άκουσε την έκκληση του γιατρού στη Λάουρα, σκαρφαλωμένη σε ένα δέντρο, πεπεισμένη για την ειλικρίνειά του. "Έχουμε παλέψει με πειρατές και τα καταφέραμε ακόμα κι εκεί".
"Η φήμη μας τους νίκησε και όχι η δύναμή μας" σχολίασε η πιο δύσπιστη για το αν έπρεπε να αναλάβουν τη μεταφορά των γατιών. "Μπορεί να είναι όπως τα λες, όμως πριν από τρία χρόνια δεν είχαμε επιλογή, ήταν ή πυρά ή θάλασσα, στη θάλασσα είχαμε κάποιες, έστω και μηδαμινές πιθανότητες να επιβιώσουμε, στη στεριά καμία".
"Αν αναλάβουμε το ρίσκο, σας διαβεβαιώνω ότι θα οργανώσουμε ένα σχέδιο με ελάχιστες πιθανότητες κινδύνου για εμάς" μίλησε η Λάουρα που ανησυχούσε για την τύχη των γατιών. Εκείνες είχαν καταφέρει μόνες τους να σωθούν, έστω και προσωρινά, μιας και η ζωή στη θάλασσα επιφύλασσε πάντα κινδύνους, οι γάτες όμως δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα.
"Πώς θα μεταφερθούν τόσες γάτες από το σπίτι του άρχοντα; Και που θα τις πάμε;"
"Στο νησί που ρίξαμε απάγκιο όταν δεν γνωρίζαμε πολλά από θάλασσα".
"Για εκείνο το νησί σου είχε μιλήσει ο πατέρας σου, σωστά;"
"Σωστά".
"Οπότε είναι λημέρι πειρατών".
"Έχουν χρόνια που δεν το προτιμούν, πιστεύουν ότι είναι κατοικία του σατανά. Είχαν σκοτωθεί πάνω σε έναν καυγά κάποιοι πειρατές του ίδιου πληρώματος, και από τότε θεωρούσαν ότι είχε κακή αύρα και ότι για το διπλό θανατικό έφταιγε το νησί, όμως εμείς έχουμε τη λογική και γνωρίζουμε ότι αυτά είναι προλήψεις. Οι γάτες θα είναι ασφαλείς εκεί, ακόμη και να πλησιάσει κανείς και να δει ένα νησί γεμάτο με γάτες και μάλιστα μαύρες, απλά θα επιβεβαιώσει τη φήμη του και δε θα τολμήσει να πλησιάσει ξανά".
"Και πώς θα τις φυγαδεύσουμε από το σπίτι του ευγενή;"
"Αυτό είναι ρίσκο που δε θα πάρουμε εμείς, θα μας τις φέρουν στην ακτή, ας βρούνε τρόπο. Εμείς πρέπει να σκεφτούμε τι θα ζητήσουμε ως αντάλλαγμα".
"Οπότε έχει παρθεί η απόφαση" σχολίασε απογοητευμένη η πρώτη που είχε εκφράσει τη δυσπιστία της για την αποστολή.
"Δεν έχει αποφασιστεί τίποτα, γνωρίζετε πως δεν παίρνω αποφάσεις μόνη μου. Εξέφρασα την άποψη μου, δε θέλω αυτή να σας επηρεάσει αν έχετε διαφορετική γνώμη. Όμως..."
"Πες ό,τι έχεις να πεις" την προέτρεψε το αγοροκόριτσο.
"Είναι ρίσκο, δεν το αρνούμαι. Κι ο άνθρωπος που τόλμησε να βοηθήσει τις μαύρες γάτες έκανε αποκοτιά μεγάλη. Όμως την ίδια ώρα έδειξε η καρδιά του μεγάλο θάρρος. Μια γάτα και μάλιστα μαύρη, είναι ικανή να σε ρίξει στο πιο βαθύ μπουντρούμι, πόσο μάλλον όλες οι μαύρες γάτες της περιοχής. Εμείς ξέρουμε καλύτερα απ' όλους πόσο άδικες είναι αυτές οι κατηγορίες. Οι γάτες είναι αθώες, είναι έξυπνα, όμορφα και χαδιάρικα πλάσματα. Δεν τους πρέπει τέτοια μοίρα, επειδή ένας τρελός μνησίκακος άντρας αποφάσισε να τις καταδικάσει, όπως κι εμάς. Τι κάναμε εμείς; Γιατί μας θεωρούν επικίνδυνες και μας επικήρυξαν; Γνωρίζαμε τα βότανα, πώς τα ανακατεύουμε, πώς τα αναμειγνύουμε, να πάρουμε τους καρπούς τους και τα συστατικά τους. Φτιάχναμε φάρμακα, καταπλάσματα, παίρναμε τον πόνο, σε κάποιες περιπτώσεις και την αρρώστια. Κι όμως βρεθήκαμε να κατηγορούμαστε ότι φτιάχνουμε μαγικά φίλτρα, ότι είμαστε υπηρέτριες του διαβόλου, πως σκοπός μας ήταν το κακό και όχι η βοήθεια. Η γνώμη μου λοιπόν είναι να βοηθήσουμε τον άνθρωπο αυτόν και τις αδερφές μας στην ανάγκη, και να τις μεταφέρουμε στο νησί των τρωκτικών. Εκεί κανείς δεν πλησιάζει πλέον, και το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, μιας και τον πρώτο καιρό μας φιλοξένησε δίνοντάς μας το άσυλο που χρειαζόμασταν και το χρόνο να μάθουμε να κυβερνάμε το καράβι. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, και πιστεύω ότι πρέπει να μετατραπεί σε γατονήσι".
"Η απόφαση έχει παρθεί λοιπόν" συμπέρανε παραιτημένη η Αλίσια.
"Καμία απόφαση δεν έχει παρθεί", επανέλαβε η Λάουρα. "Είμαστε πέντε, η κάθε ψήφος είναι ισοδύναμη με τις υπόλοιπες, καμία δεν υπερτερεί".
"Μη με παρεξηγήσεις Λάουρα, αλλά είσαι μάγισσα και κατέχεις τη μαγεία του λόγου. Ό,τι βγει από το στόμα σου ακούγεται σωστό. Όταν θα πεις μια άποψη τις παίρνεις όλες με το μέρος σου, και δεν τις αδικώ. Ίσως να είναι και ένας λόγος ότι σε εμπιστεύονται και σε ευγνωμονούν που μας έσωσες από τη μοίρα μας, δεν ακούν τη φωνή της λογικής και παραδέχομαι ότι μέχρι στιγμής σωστά μας έχεις οδηγήσει. Οπότε ας γίνει το θέλημα σου καπετάνισσα".
"Δεν το δέχομαι αυτό που λες, πρέπει να γίνει ψηφοφορία".
"Ας γίνει, αλλά να ξέρεις ότι 4-1 θα είναι το αποτέλεσμα και η λογική η μόνη χαμένη. Αλλά αποκοτιά ήταν κι όταν σε ακολουθήσαμε, οπότε θα σε εμπιστευτώ κι εγώ και ας οδηγηθούμε όπου θελήσει ο Θεός!"
''Μην ξεχνάμε και τα πρακτικά ζητήματα" πήρε το λόγο το αγοροκόριτσο. "Σωστό είναι να δείξουμε την αλληλεγγύη μας στις αδερφές μας στην καταδίωξη ψιψίνες, αλλά θα πρέπει να δούμε και τις ανάγκες μας, δυστυχώς τα φίλτρα από αέρα δεν είναι αρκετά να μας ταΐσουν".
"Πολυμήχανες αδελφές μου, προτεραιότητα έχει να βρούμε ένα ασφαλές σχέδιο για τη διαφυγή τους και έπειτα σκεφτόμαστε και τις αξιώσεις μας από τον ευγενή".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
"O ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ & H ΜΑΓΙΣΣΑ"
Το μήνυμα στη Λάουρα στάλθηκε, πώς αλλιώς, μέσα σε ένα μπουκάλι και τη βοήθεια των θαλασσίων ρευμάτων, κλασσικός ταχυδρομικός τρόπος της περιόδου εκείνης για να επικοινωνείς με θαλασσοδαρμένους. Φυσικά δεν μπορούσαν να αναφερθούν σε αυτό ούτε ονόματα παραλήπτη ούτε και αποστολέα, μα κυρίως το θέμα και ειδικά το θέμα που απασχολούσε τους τέσσερις φίλους.
Η Λάουρα μη θέλοντας να πέφτουν στα χέρια ναυτικών ή πειρατών τα μηνύματα που προορίζονταν για εκείνη, είχε σκεφτεί έναν τρόπο καλέσματος από την ακτή χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Σε ελάχιστα άτομα, κι αυτά απολύτου εμπιστοσύνης είχε ορίσει έναν τρόπο ειδοποίησης. Μέσα σε ένα μπουκάλι θα έβαζαν καρπούς και μόνο σε μεγάλη ανάγκη, προσεχτική και ως ένα βαθμό καχύποπτη, δεν είχε και άδικο με όσα συνέβαιναν το μεσαίωνα, είχε ορίσει σε αυτά τα πρόσωπα διαφορετικό καρπό επικοινωνίας στο κάθε ένα. Ήθελε να ξέρει σε περίπτωση προδοσίας, ποιος ήταν ο Εφιάλτης ή ο απρόσεχτος που δεν είχε διαφυλάξει το μυστικό. Στον ευγενή γιατρό είχε ορίσει τα κουκουνάρια. Ο γιατρός γνωρίζοντας ότι το κάλεσμα από την ξηρά στη Λάουρα, ήταν μια αρμοδιότητα που έπρεπε να αναλάβει μόνος του, μάζεψε τα κουκουνάρια, έσπασε και αφαίρεσε το σκληρό κέλυφος μαζεύοντας τους σπόρους τους, και τέλος τους έβαλε μέσα στο μπουκάλι πριν το σφραγίσει και το ρίξει στη θάλασσα. Ήξερε ότι μπορεί να πάρει καιρό για απόκριση και είχε συμβουλέψει τους τρεις φίλους του να εφοδιαστούν με υπομονή.
Μέχρι που ένα απόγευμα, με ένα κασκέτο στο κεφάλι μπήκε ένα αγόρι κουτσαίνοντας στο ιατρείο του. Εκείνος του έριξε μια ματιά πριν σκύψει πάνω από τα χαρτιά προτείνοντάς του να καθίσει.
"Τι σου συνέβη;" το ρώτησε και τότε το αγόρι άνοιξε τη σφιγμένη γροθιά του και χωρίς να του μιλήσει του έδειξε τον καρπό από το κουκουνάρι.
"Δεν καταλαβαίνω" είπε αν και η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπάει σαν τρελή, όμως δεν ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν παγίδα, άλλωστε το άτομο απέναντί του δεν ήταν η Λάουρα.
"Το βράδυ στην παραλία" απάντησε το αγόρι με κοριτσίστικη φωνή. "Μόνος" πρόσθεσε. Προφανώς κάποια από τις Αμαζόνες της Λάουρα, κάποια μικρόσωμη που μπορούσε να περαστεί για αγόρι. Ιέρεια της υποκριτικής ή πραγματική μάγισσα, σκέφτηκε με θαυμασμό παρακολουθώντας τη να φεύγει.
Μόλις είδε και τον τελευταίο ασθενή του, έκλεισε το ιατρείο, έστειλε ένα μήνυμα στους φίλους του ότι λόγω κατ' οίκων επισκέψεων δε θα μπορούσε να απολαύσει εκείνη τη βραδιά τη συντροφιά τους, καβάλησε το άλογό του και έφυγε για τα βόρια του νησιού. Αφού έδεσε το άλογό του σε ένα κορμό δέντρου, περίμενε προσπαθώντας να ζεστάνει τα χέρια του, που είχαν παγώσει από το κρύο, με την ανάσα του. Όταν κάποιος ουρανοκατέβατος εμφανίστηκε μπροστά του, τρομάζοντάς τον, δεν ήταν άλλη από τη Λάουρα που σκαρφαλωμένη στα κλαδιά ενός δέντρου, πήδηξε και στάθηκε όρθια σαν γάτα. Μόλις είδε το χαμογελαστό πρόσωπο της φίλης του, ανάσανε βαθιά αν και η καρδιά του δεν έλεγε να ηρεμίσει από το τρελό καρδιοχτύπι.
"Χρόνια και ζαμάνια γιατρέ" τον χαιρέτησε η Λάουρα και αφού αντάλλαξαν κάποιες αβρότητες θέλησε να μάθει το λόγο της πρόσκλησής της.
"Είναι κάτι πολύ σοβαρό, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου" απάντησε και ξεκίνησε να της εξηγεί πώς είχαν τα πράγματα.
"Ο φίλος σου πρέπει να είναι θεόμουρλος" σχολίασε η Λάουρα.
"Είναι έξυπνος άνθρωπος, δεν αφέθηκε να παρασυρθεί απο δυσιδαιμονίες, δεν πιστεύει στα μάγια, και φυσικά δεν μπορεί να πιστέψει σε δαιμόνιες γάτες και μάγισσες. Αντιλαμβάνεται ότι είναι μια ανοησία, μια σκευωρία".
"Τότε δε θα είναι καλός καθολικός" σχολίασε η Λάουρα.
"Είναι καλός άνθρωπος, κι αυτό μετράει περισσότερο από το αν είναι καλός καθολικός".
"Πρόσεξε γιατρέ γιατί θα χαρακτηριστείς αιρετικός. Δεν έχει καλύτερη μοίρα ένας αιρετικός από μια μάγισσα".
"Το γνωρίζω, αλλά ξέρω και σε ποια μιλάω, αν δε σε εμπιστευόμουν δε θα σε καλούσα για βοήθεια". Τον κοίταξε καχύποπτα. "Αν δε με εμπιστευόσουν δε θα μου πρότεινες έναν τρόπο να σε καλέσω σε ώρα ανάγκης" πρόσθεσε.
"Όταν σου πρότεινα τρόπο καλέσματος, είχα στο μυαλό μου μια ασθένεια, αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, και δε σου κρύβω ότι μου ακούγεται για παγίδα".
"Έπαψες να μου έχεις πλέον εμπιστοσύνη;" τη ρώτησε περίλυπος ο γιατρός.
"Σε εσένα μπορεί να έχω, τους υπόλοιπους δεν τους γνωρίζω".
"Εγγυώμαι εγώ για αυτούς".
"Γιατί δεν καλέσατε τους πειρατές;"
"Δεν τους εμπιστευόμαστε".
"Μου ακούγεται πολύ ριψοκίνδυνο να έκανε ένας άρχοντας τέτοιο πράγμα".
"Καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις σου, δεν σου κακιώνω αν δε μας βοηθήσεις. Μας έτυχε ο κλήρος να ζήσουμε σε δύσκολα χρόνια. Δεν ήταν σωστό από μέρους μου να σε θέσω σε κίνδυνο. Θα βρούμε άλλο τρόπο να φυγαδεύσουμε τα άτυχα πλάσματα, που ένας Πάπας έβαλε στο μάτι. Σε ευχαριστώ πολύ που ήρθες" είπε και πλησίασε το άλογο του.
"Άσε με να το σκεφτώ, πρέπει να συμβουλευτώ το πλήρωμά μου. Δεν είμαι μόνη μου πλέον, και δεν μπορώ να παίρνω τόσο καίριες αποφάσεις για όλες μας".
"Το καταλαβαίνω" απάντησε εκείνος αποθαρρημένος.
"Αν είναι να σε βοηθήσουμε θα έχεις νέα μου σύντομα, αν περάσουν τρεις μέρες χωρίς επικοινωνία, η απάντησή μας θα είναι αρνητική, οπότε θα πρέπει να βρείτε άλλον τρόπο να βοηθήσετε τις φιλενάδες σας".
Εκείνος αρκέστηκε σε ένα καταφατικό νεύμα πριν καβαλικέψει το άλογό του για να φύγει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Η Λάουρα και το πλήρωμα του πειρατικού-
"Θα μας πεις τώρα και την ιστορία της Λάουρα;" τον διέκοψε ο ευγενής Υπόνομος.
"Αυτή σου λέω!"
"Άσε τα χρόνια που ήταν παιδί, συνέχισε από εκεί που ο καιρός πέρασε γρήγορα και η Λάουρά σου έγινε μια πανέμορφη γυναίκα".
"Πράγματι, η Λάουρα έγινε μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, μα εκτός από πεντάμορφη είναι κι έξυπνη, περήφανη και δυναμική. Όμως όλα αυτά τα χαρίσματα συχνά όταν τα έχει μια γυναίκα μετατρέπονται σε παγίδα. Όσο ζούσε ο πατέρας της κανένας δεν τολμούσε να ενοχλήσει τις τρεις γυναίκες. Φυσικά πολλοί φοβόνταν και τη γιαγιά. Μην ξεχνάτε ότι την είχαν ανάγκη. Όμως τα χρόνια πέρασαν και η γιαγιά έφυγε για το μεγάλο ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Όμως την πρώτη απώλεια ακολούθησε μια δεύτερη, ο πατέρας της δεν φάνηκε ξανά. Η μητέρα της μαράζωσε από την απουσία του άντρα της, έλειπε πλέον και η δική της μητέρα που ήταν το στήριγμά της, επακόλουθο ήταν να αρρωστήσει και αυτή και να ακολουθήσει την αγαπημένη της μητέρα, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Λάουρα. Όπως οι δυο γυναίκες που τη μεγάλωσαν, έτσι και η Λάουρα προσέφερε τις γνώσεις αυτές σε όποιον τις είχε ανάγκη. Όμως τα κάλλη και η περηφάνια της προσέλκυαν τον πόθο των αντρών και τη ζήλια των γυναικών. Αν και απέκρουε τις προτάσεις των αντρών, πολλοί γίνονταν επίμονοι. Αποτέλεσμα να τους βάζει στη θέση τους. Όμως για σκεφτείτε, όσο κι αν είχε το δίκιο με το μέρος της, ποιος άντρας μπορεί να ανεχτεί να τρώει ξύλο από μια γυναίκα;"
"Εγώ σίγουρα όχι" παραδέχτηκε, ποιος άλλος...!
"Ακριβώς".
"Κι ας πήγαιναν γυρεύοντας!" σχολίασε αγανακτισμένος ο φίλος ευγενής.
"Ένας λόγος παραπάνω. Όπως ανέφερα η Λάουρα είναι μια έξυπνη γυναίκα. Δεν άργησε να υποψιαστεί ποια μοίρα της επιφυλασσόταν, ειδικά όταν έβγαλε νοκ άουτ έναν ευγενή."
"Δεν ήμουν εγώ" βιάστηκε να αμυνθεί ποιος άλλος! "Και τι σημαίνει νοκ άουτ;" αναρωτήθηκε.
"Μια καταγγελία εναντίον της θα ήταν αρκετή να την καταδικάσει στην πυρά. Ήξερε ότι δεν υπάρχουν μόνο τα άνθη σε έναν κήπο, αλλά και τα παράσιτα, και ότι πολλοί ήταν εκείνοι που θα ήθελαν το κακό της".
"Κι έτσι πήγε στους πειρατές;"
"Δε θα πήγαινε σε καμία περίπτωση στους πειρατές να ζητήσει προστασία, εκτός κι αν ήξερε ότι θα συναντούσε τον πατέρα της. Όμως για εκείνη πλέον ήταν νεκρός, εφόσον δεν της είχε δώσει σημεία ζωής. Και ήλπιζε να είναι νεκρός, μιας και στην απουσία του οφειλόταν και ο θάνατος της αγαπημένης της μητέρας".
"Και τι έκανε;"
"Ο πατέρας της την είχε προειδοποιήσει ότι οι πειρατές δεν ήταν άξιοι εμπιστοσύνης, ακόμα κι αν κάποιοι τη σέβονταν λόγω του πειρατικού αίματός της, δεν θα το έκαναν όλοι!"
"Και τι της έμεινε να κάνει;" ρώτησε ο τρίτος της παρέας εκφράζοντας την απορία όλων.
"Μα να γίνει η ίδια πειρατής!"
"Με τι; Με χάρτινη βάρκα; Το πλοίο χρειάζεται πλήρωμα!"
"Δεν είχε μόνο η Λάουρα τη δυσμενή αυτή μοίρα, ήταν και άλλες γυναίκες. Φοβισμένες όπως ήταν συχνά, προσέτρεχαν σε εκείνην, ήταν ο τελικός φάρος ελπίδας τους, ίσως κατάφερνε να τις προστατέψει. Ίσως κι όχι, οι εχθροί ήταν πιο ισχυροί".
"Και έγιναν πειρατίνες;"
"Πείτε μου εσείς, τι άλλο τους έμενε να κάνουν;"
"Ωραίος ο θρύλος σου γιατρέ μου" τον πείραξε ο Υπόνομος.
"Δεν είναι θρύλος" διαμαρτυρήθηκε "γνωρίζω τα πρόσωπα που μόλις σας ανέφερα, δε θα πρότεινα μια φανταστική λύση στο σοβαρό αυτό πρόβλημα".
"Δίκιο έχει, κάτι έχω ακούσει κι εγώ γι' αυτές τις Αμαζόνες".
"Αμαζόνες, όπως το λες".
"Ωραία, κι ας πούμε ότι είναι έτσι, πώς θα τις προσελκύσουμε, κι επιπλέον θα δεχτούν να μας βοηθήσουν;"
"Πιστεύω ότι θα δεχτούν, ως αλληλεγγύη στις κακόμοιρες γάτες που έχουν πέσει θύματα και αυτές της φρενίτιδας της δεισιδαιμονίας. Αλλά..."
"Αλλά;" ρώτησε ο ευγενής.
"Δε θα το κάνουν χωρίς αμοιβή, έχουν ανάγκες, το πλήρωμα πρέπει να τραφεί, να εξοπλιστεί με όπλα για τις μάχες και ό,τι άλλο τέλος πάντων χρειάζονται!"
"Πόσες γυναίκες είναι; Μήπως χρειάζονται κανέναν ναύτη ή ίσως και μούτσο;" ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Υπόνομος.
"Μη γίνεσαι βλάκας!" τον μάλωσε ο ευγενής.
"Αν θέλει να βρεθεί καταμεσής της θάλασσας" απάντησε ο γιατρός.
"Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα, κι αν δεχτούν θα έχουμε λύσει ένα μεγάλο ζήτημα, θα ανοίξουν βέβαια ένα σωρό μικρά".
"Ένα ένα, για όλα θα βρούμε λύση με την καπετάνισσα Λάουρα" τον καθησύχασε ο φίλος του ο γιατρός.

Κεφάλαιο Πέμπτο - Λάουρα
"Έπρεπε να τους αφήσεις να πάνε" σχολίασε εκνευρισμένος ο ευγενής Υπόνομος.
"Είναι γεμάτος ποντίκια, δε θέλουμε να κολλήσουν κάτι και να το φέρουν και στον επάνω κόσμο".
"Νομίζω πως είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα θα εξαπλωθούν ασθένειες. Οι γάτες δεν υπάρχουν για να αποτρέψουν την αύξηση του πληθυσμού των ποντικιών, αυτά όλο αυξάνονται και με την απουσία του φυσικού εχθρού τους ξεθαρρεύουν και ανεβαίνουν πιο συχνά και πιο πολλά από τους υπονόμους, όμως δε χρειάζεται να επισπεύσουμε την κατάσταση" σχολίασε ο ευγενής γιατρός.
"Λοιπόν, για μίλα μας για τη Λάουρα" τον προέτρεψε ο ευγενής.
"Η Λάουρα!" είπε και η φωνή του χρωματίστηκε με θαυμασμό. "Από πού να ξεκινήσω;"
"Από την αρχή θα προτιμούσαμε" σχολίασε ο Sir Υπόνομος.
"Αφού το θες! Η μητέρα της Λάουρα, όπως και η γιαγιά της νωρίτερα γνώριζαν πολύ καλά τα μυστικά της φύσης. Ήξεραν ποιο φυτό έκανε για τη μία ή την άλλη ασθένεια, ποιο καταπραΰνει τους πόνους. Δεν κατέφευγαν σε εκείνες και στις γνώσεις τους μόνο απλοί χωρικοί, αλλά και ευγενείς, ακόμα και γιατροί. Είχαν διδαχθεί απευθείας από τον καλύτερο, από τη μητέρα φύση. Αν δεν ήταν γυναίκες, θα εξασκούσαν δίχως άλλο το ευγενές επάγγελμα του γιατρού. Η γιαγιά της Λάουρα, προσέφερε τη βοήθειά της σε όποιον κι αν της το ζητούσε, μπροστά της έβλεπε πάντα έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη. Κάποια στιγμή οδήγησαν στην καλύβα της οι σύντροφοί του έναν τραυματισμένο άντρα. Της πέταξαν ένα πουγκί με φλουριά και τη διέταξαν να τον κάνει καλά πριν εκείνοι χαθούν μέσα στη νύχτα. Αυτό που δε γνώριζαν οι άντρες είναι ότι θα τον φρόντιζε έτσι κι αλλιώς, αλλά δε χρειαζόταν να το ξέρουν, η οικονομική βοήθεια για μια φτωχή οικογένεια είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Φρόντισε τα τραύματά του και ξενυχτούσε στο πλάι του τις νύχτες που εκείνος ψηνόταν στον πυρετό, τόσο εκείνη όσο και η διάδοχός της στις γνώσεις, η κόρη της.
Όταν μετά από μερόνυχτα ο άντρας άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε ένα από τα ομορφότερα πλάσματα, να είναι καθισμένο κατάχαμα κι ακουμπισμένο με την πλάτη στον τοίχο να κοιμάται. Κάποιες τούφες το είχαν σκάσει από την πλεξούδα της, ο άντρας έμεινε να την κοιτάζει και να πιστεύει ότι είναι στον παράδεισο, τι κι αν γνώριζε ότι δεν τον άξιζε. Όταν η καλλονή άνοιξε τα δικά της μάτια, αντίκρισε ένα πράσινο βλέμμα κολλημένο επάνω της, ένα χαμόγελο γλύκαινε και ομόρφαινε το άγριο πρόσωπό του. Αντιλαμβάνεστε ότι ο έρωτας κεραυνοβόλησε τους δύο νέους. Δυστυχώς όμως ο άντρας ήταν καταζητούμενος, μιας και ήταν πειρατής. Τα πράγματα δεν μπορούσαν να πάρουν τη φυσική πορεία τους. Όμως ο έρωτας δεν κοιτάζει τα επιτρεπτά και τα ανεπίτρεπτα, είναι πάνω από όλα αυτά. Είναι ισχυρός σαν το νερό, αν δεν μπορέσει να προσπεράσει το φράγμα αργά ή γρήγορα θα το διαβρώσει.
Ο πειρατής έφυγε με την προτροπή τη δική της και της πεθεράς του. Η Λάουρα γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα. Πολλά μπορεί να λέγονταν πίσω από την πλάτη τους, αλλά άλλος πολύ άλλος λιγότερο είχαν ανάγκη τις δύο γυναίκες. Όμως μην περάσει στιγμή από το κεφάλι σας ότι ο πειρατής ξέχασε τη γυναίκα του, ότι ήταν μια ακόμα περιπέτεια για εκείνον, που με τη θέα μιας άλλης όμορφης γυναίκας θα τη λησμονούσε.
Επέστρεφε συχνά, κι έτσι η Λάουρα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον πατέρα της. Ο πειρατής ξέροντας τους κινδύνους που διέτρεχαν οι γυναίκες, αποφάσισε να μάθει τόσο την κόρη του όσο και τη σύντροφό του ''αυτοάμυνα''. Το πρότεινε και στην πεθερά του, αλλά εκείνη χαχάνιζε και καθόταν να τους κάνει χάζι να παλεύουν. Η Λάουρα διδάχτηκε πολλά κι από τους δυο γονείς της και φυσικά από τη γιαγιά της. Ξέρει να γιατροπορεύει, να κολυμπάει, ξέρει όμως και να πολεμάει. Ξέρει να κυβερνάει τη ζωή της τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - Πειρατές γένους θηλυκού -
"Ούτε εγώ έχω εμπιστοσύνη στους πειρατές, αλλά στις πειρατίνες!"
"Καλά είμαστε, αυτός άφησε τις μάγισσες και έπιασε τις πειρατίνες" είπε ο ευγενής Υπόνομος κι έπειτα παίρνοντας το ποτήρι του συνομιλητή του το έφερε κοντά στη μύτη του και το μύρισε. "Τι σε σερβίρανε, άλλο κρασί είναι από το δικό μου;" αναρωτήθηκε τολμώντας να δοκιμάσει μια γουλιά.
"Δεν γνωρίζετε την ιστορία της Λάουρα, από τα βόρια του νησιού;" Η ομήγυρη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Πριν προλάβει να ξεκινήσει να τους εξηγεί, ο κάπελας εμφανίστηκε φέρνοντάς τους πήλινες κούπες γεμάτες με κρασί.
"Κερασμένες" τους είπε αφήνοντας τις κούπες πάνω στο τραπέζι τους και δείχνοντάς τους με το κεφάλι μια παρέα που καθόταν στο κέντρο του μαγαζιού. Και οι τέσσερις γύρισαν και τους κοίταξαν. Ένας από τους άντρες στάθηκε όρθιος και σηκώνοντας την κούπα προς τη μεριά τους είπε: "Πίνω στην υγεία του ευεργέτη μας, του ακούραστου φονιά των μαγισσογατιών".
Τα πιο ηλίθια πλάσματα πρέπει να ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, και τώρα θα μου συγχωρέσετε το μικρό, αλλά αληθές αυτό σχόλιο και θα συνεχίσω τη διήγηση.
"Ευχαριστούμε!" είπε φιλικά και σήκωσε το ποτήρι του ο γατόφιλος ευγενής μας, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας κούνησαν το κεφάλι τους πίνοντας μια γουλιά από το κερασμένο κρασί που τους έκαψε το λαιμό σαν να ήταν δηλητήριο.
"Δεν το βάζεις κάτω ε; Έχω εβδομάδες να δω γάτα, κι όμως εσύ αποφάσισες να καθαρίσεις ολόκληρο το βασίλειο από δαύτες" είπε πλησιάζοντας το τραπέζι τους παραπατώντας.
"Τι εννοείς φίλε μου;" τον ρώτησε υποκρινόμενος τον ψύχραιμο ο ευγενής.
"Όλο και κάτι έφτασε στο αυτί το δικό μου και της παρέας μου από τη συζήτησή σας, συγκεκριμένα πιάσαμε τη λέξη γάτα να επαναλαμβάνεται συχνά. Μα σοβαρά πιστεύετε ότι όλα αυτά τα δαιμόνια μπορεί να κρύβονται στους υπονόμους;"
Ήταν η στιγμή που η ιερή γατοσυμμαχία συνειδητοποίησε την αποκοτιά της. Δεν ήταν κουβέντες αυτές να γίνονται σε δημόσια μέρη, ούτε καν ψιθυριστά.
"Πιστεύω πως η περιοχή μας έχει απαλλαχθεί από αυτά τα παράσιτα" σχολίασε υποκριτικά ο ευγενής.
"Δε θα ήταν όμως κακή ιδέα, να ρίξουμε μια ματιά και στους υπονόμους;" επέμενε ο άντρας.
"Όχι, δε θα ήταν" συμφώνησε ο ευγενής.
"Θα πάω αμέσως" προσφέρθηκε παραπατώντας.
"Καλύτερα όχι, υπάρχουν ποντίκια εκεί κάτω".
"Τι να μας φοβίσουν τα ποντίκια, από τις δαιμονικές γάτες διατρέχουμε κίνδυνο", αποφάνθηκε ο φτωχοδιάβολος, ο συγγενής των αρουραίων.
"Πιες το κρασί σου και άραξε" τον καθησύχασε ο ευγενής. "Αυτό που δεν άκουσες είναι ότι έχουμε ήδη ελέγξει ότι στους υπονόμους δεν υπάρχουν γάτες. Ο τύπος σκυθρώπιασε, προφανώς περίμενε μια γερή αμοιβή από τον φίλο μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε εμφανιστεί στο κατώφλι του με μια αιχμάλωτη γάτα.
"Αν είναι έτσι" απάντησε απογοητευμένος, γυρίζοντας στην παρέα του παραπατώντας.
"Μήπως να συνεχίσουμε τη βραδιά μας στο σπίτι;" πρότεινε ο ευγενής, ρίχνοντας μια διερευνητική ματιά γύρω του, ανησυχώντας μήπως είχαν τραβήξει την προσοχή και άλλων θαμώνων του καπηλειού, λιγότερο μεθυσμένων και περισσότερο προσεκτικών. Και η υπόλοιπη γατοσυμμαχία συμφώνησε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ -Η Γατοσυμμαχία βρίσκεται σε αδιέξοδο
"Αν τη μεταφορά την αναλάβουν πειρατές;"
"Είσαι τρελός! Αυτό κι αν είναι ριψοκίνδυνο, το να ανοίξουμε παρτίδες με πειρατές" σχολίασε ο ευγενής Υπόνομος.
"Δεν έχει άδικο σε αυτό" συμφώνησε ο φίλος των απανταχού γατιών. "Ακόμα κι αν συμφωνήσουν να αναλάβουν τη δουλειά, μπορεί έπειτα να μας εκβιάζουν, και την ίδια ώρα να μας προδώσουν στις αρχές για να πάρουν παραπάνω".
"Άσε που δεν πρέπει να τους έχουμε εμπιστοσύνη ότι δε θα πνίξουν οι ίδιοι τις γάτες, μιλάμε για πειρατές, δεν έχουν μπέσα. Επιπλέον οι περισσότεροι από αυτούς είναι δεισιδαίμονες" σχολίασε ο τέταρτος της παρέας.
"Και τι μας μένει να κάνουμε; Να ναυλώσουμε ένα καράβι και να τις μεταφέρουμε εμείς στο νησί;"
"Αν μας πιάσουν είμαστε καταδικασμένοι. Στην περίπτωση που οι φίλοι μας αποκαλυφθούν έξω στη φύση, θα θεωρήσουν ότι πρόκειται για ισχυρή μαγεία, αλλά αν βρεθούν στο σπίτι μου ή ανακαλυφθούν όταν είμαστε μαζί τους, θα οδηγηθούμε στην πυρά".
"Εκτός από εμάς, ποιος άλλος δε φοβάται τις γάτες;" αναρωτήθηκε ο τρίτος που είχε την ιδέα για το νησί.
"Οι μάγισσες" ψέλλισε ο τέταρτος που κυρίως άκουγε προσεχτικά.
"Μην είσαι ανόητος, δεν υπάρχουν μάγισσες!" του επέστρεψε την προσβολή ο Sir Υπόνομος. Η αλήθεια είναι ότι του τη φύλαγε ώρα.
"Δεν το εννοώ κυριολεκτικά, αναφέρομαι στις γυναίκες που κατηγορήθηκαν ως μάγισσες. Και που γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι η κατηγορία δεν ευσταθεί, ούτε για τις ίδιες, μα ούτε για τις ταλαίπωρες τις γάτες".
"Και πού θα τις βρούμε έξυπνε; Αυτές τώρα βρίσκονται στην κόλαση" σχολίασε ο ευγενής Υπόνομος.
"Μην βλασφημείς" ήταν η σειρά του ''Πειρατή'' να τον μαλώσει.
"Τι είναι αυτό που ξέρεις και δε μας το λες;" τον ρώτησε ο ευγενής Γατόφιλος που διέκρινε τη σπίθα στα μάτια του φίλου του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα χρόνια πέρασαν και η κατάσταση ομαλοποιήθηκε τόσο για τις γάτες όσο και για τις μαύρες γάτες. Αν και η υπόληψη των μαύρων γατιών είχε κηλιδωθεί. Από εκεί και έπειτα θα θεωρούμασταν ως γρουσούζες από τμήμα του πληθυσμού, που άλλος θα μας κλώτσαγε, άλλος θα μας έριχνε νερά, θα μας έκανε ''ξουτ''. Φυσικά, θύματα συχνά έπεφταν γάτες όλων των χρωμάτων, από λευκές και παρδαλές, μέχρι κόκκινες και γκρίζες, όμως εμείς παίρναμε πάντα τη μερίδα του λέοντος στην κακοτροπιά. Τι ατιμωτικό για έναν συγγενή του μαύρου ιαγουάρου! Βέβαια η εχθρότητα που έδειχναν απέναντί μας όλου του κόσμου οι ανόητοι, μας έκανε πιο προσεκτικές, πιο σβέλτες και ίσως πιο έξυπνες από ότι τις υπόλοιπες, και σίγουρα πιο καχύποπτες. Όταν όμως κάποιος αποφάσιζε να μας αγαπήσει θα του επιστρέφαμε αυτή την αγάπη στη νιοστή.
Οι αιώνες πέρασαν και οι μαύρες γάτες σώθηκαν από την ευγένεια ενός αριστοκράτη Σκωτσέζου, αλλά και κάποιων που εκείνος ο πρώτος αποφάσισε να κάνει "συνενόχους", μιας και θα προδιδόταν η προστασία που πρόσφερε, όπως είχαν αρχίσει να αυξάνονται και να πληθαίνουν μέσα στην εσωτερική αυλή, που δεν έλειπαν και οι γατοκαυγάδες. Και κάπως έτσι έπρεπε να στηθεί ολόκληρη επιχείρηση μεταφοράς τους σε απομακρυσμένα μέρη που δε θα κινδύνευε το γένος.
"Δεν μπορούμε να τις αφήσουμε απλά ελεύθερες, αρκετές από αυτές θα επιστρέψουν πίσω, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστούν και να ριχτούν στην πυρά" επέμενε ο ευγενής στην ιερή γατοφιλική συμμαχία.
"Υπόνομοι" πρότεινε κάποιος, που μάλλον δε θα είχε και μεγάλη σχέση μαζί μας.
"Αποκλείεται, είναι πλάσματα του καθαρού αέρα, δε θα μείνουν στον υπόνομο".
"Υπάρχει ένα νησί" μίλησε κάποιος άλλος, λες και εκείνη την ώρα γένναγε την ιδέα το μυαλό του. "Ακατοίκητο, από όσο γνωρίζω από ανθρώπους, αλλά εκεί ζουν πολλά τρωκτικά. Αν μπορούσαμε να τις μεταφέρουμε σε αυτό!"
"Ιστορίες από το μυαλό σου λες πάλι;" τον ρώτησε ο ευγενής Υπόνομος.
"Καθόλου".
"Έχει δίκιο, το έχω ακούσει κι εγώ" συμφώνησε ο ευγενής.
"Ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο, πώς θα φτάσουν ως εκεί οι γάτες; Κολυμπώντας; Ακόμα κι ένας ανόητος γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γάτες δε συμπαθούν το νερό".
"Ένας ανόητος που θα πρότεινε να οδηγηθούν οι γάτες στον υπόνομο;" τον πείραξε ο τέταρτος της παρέας που μέχρι τότε δεν είχε πάρει το λόγο. Ο άλλος τον αγριοκοίταξε και σταύρωσε αμυντικά τα χέρια στο στήθος, προτιμώντας να μη μιλήσει.
"Δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μεταφερθούν στο νησί. Αν εκεί ζουν τρωκτικά θα κυνηγήσουν να βρουν την τροφή, κάτι που θα τους έχει λείψει, έγκλειστες όπως είναι στην αυλή τόσο καιρό, άσε που κάποιες θα μπορούν να ψαρέψουν στην ανάγκη. Αλλά το θέμα είναι πώς θα τις μεταφέρουμε εκεί;" παρατήρησε ο ευγενής.
"Έχω κάτι στο μυαλό μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο είναι εφικτή η πρότασή που θα κάνω".

Κεφάλαιο Πρώτο
Το όνομά μου το πήρα από την Ελιά, και από καμία παλιά ή νέα βασίλισσα. Το ένα μου μάτι, το δεξί έχει το πράσινο της ελιάς, το άλλο, το αριστερό έχει το καθαρό μπλε του ξάστερου ουρανού. Η γούνα μου είναι μαύρη κάτι που προκαλεί σε ορισμένους "ανθρώπους" την απέχθεια. Βιαστικά προσπαθούν να με προσπεράσουν ή φτύνουν τον κόρφο τους και δεν είναι λίγοι και αυτοί που προσπαθούν να με κλωτσήσουν. Ποιος όμως νοιάζεται για τις ανοησίες των ανθρώπων που έχουν γεμίσει με προκαταλήψεις το μυαλό και τη ζωή τους, αναζητώντας να βρουν τα αίτια γιατί τα πράγματα πάνε στραβά;
Λοιπόν, θα σας πω εγώ γιατί τα πράγματα πάνε στραβά, μα γιατί δε σέβεστε ένα τυχερό πλάσμα όπως μια μαύρη γάτα. Στην Αίγυπτο οι πρόγονοί μας, λατρεύονταν ως θεότητες και τις σέβονταν, και δεν αναφέρομαι σε όλες τις γάτες, αλλά συγκεκριμένα στις μαύρες.
Κι όμως επικράτησε η γνώμη ενός παλαβού που μας χαρακτήρισε ως γρουσούζες. Αλλά αυτό είναι άλλου πάπα ευαγγέλιο και σίγουρα όχι η δικιά μου ιστορία. Ένας άρχοντας εκείνα τα χρόνια από τη Σκοτία είχε αντιληφθεί ότι κάθε φορά που συναντούσε μια μαύρη γάτα κοντά στο κατώφλι του σπιτιού του, θα έκανε επικερδείς συμφωνίες, δε δίσταζε μάλιστα κάθε φορά που αντάμωνε με μια μαύρη γάτα να σκύβει να τη χαϊδέψει. Βγαίνοντας το φιρμάνι την άγρια περίοδο του μεσαίωνα, ο άρχοντας έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός όσον αφορά τη συμπεριφορά του απέναντί μας. Όμως όταν έμαθε ότι οι μαύρες γάτες πρώτες από όλες καταδικάστηκαν σε θάνατο ως βοηθοί των μαγισσών, αυτός δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, άλλωστε πως θα αυγάτιζε την περιουσία του αν εμείς εξαφανιζόμασταν. Οπότε αποφάσισε να σώσει κάποιες από εμάς. Πώς όμως θα το έκανε αυτό, ειδικά τη στιγμή που είχε εξαπλωθεί τέτοια φρενίτιδα εναντίον los gatos negros, κινδύνευε να κατηγορηθεί και ο ίδιος ως μάγος. Έπρεπε να πάει με το ρεύμα. Κάθε φορά που αντάμωνε μία από εμάς άρχιζε να σταυροκοπιέται και να φτύνει τον κόρφο του, όπως έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι, όμως όταν εκείνοι δεν πρόσεχαν μας έκλεινε κρυφά το μάτι προκειμένου να μην τον παρεξηγήσουμε, δεν ήθελε βλέπετε να χάσει τη εύνοιά μας. Τις φορές που δεν ήταν άλλος μπροστά, μας έβαζε στο σπίτι του όπου μας προσέφερε άσυλο. Ευτυχώς για εκείνον και για εμάς, ο μοναδικός υπηρέτης του ήταν από την Αίγυπτο, οπότε δεν κινδύνευε να τον προδώσει, αφού τιμούσε και σεβόταν και ο ίδιος τις μαύρες γάτες, ίσως να μας λάτρευε κιόλας και να αντιλαμβανόταν το λάθος των ανθρώπων και ότι αργά ή γρήγορα η κατάρα της μαύρης γάτας θα έπεφτε στο κεφάλι τους, όπως κάποιους αιώνες νωρίτερα έπεσαν στα κεφάλια των Αιγυπτίων, οι εφτά πληγές.
Σε μια εσωτερική αυλή, αποκομμένη από αδιάκριτους γείτονες, φιλοξενούνταν οι μαύρες γάτες και όσο πλήθαιναν οι γάτες στην αυλή του τόσο και η τύχη του σε όλους τους τομείς αυξανόταν, την ίδια ώρα που η τύχη του υπόλοιπου πληθυσμού μειωνόταν. Μάλιστα, προκειμένου να σώσει από τα χέρια των φανατικών τις ψιψίνες, παρίστανε ότι μας μισούσε σε τέτοιο βαθμό που είχε ζητήσει να του παραδίδουν στα χέρια του, και μόνο ζωντανές τις μαύρες γάτες έναντι αμοιβής, ήξερε ότι θα τη λάβει πίσω μέσω της εύνοιας μας, για να πάρουν αυτό που τους αξίζει όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Βέβαια ο άρχοντας εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που πίστευαν οι απανταχού εχθροί της ράτσας μας. Και όσο ο πληθυσμός των γατιών μειωνόταν στους δρόμους, τόσο αυξανόταν εκείνος των ποντικιών που εφόσον είχε εκλείψει ο φυσικός τους εχθρός, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και ωραίοι, με αποτέλεσμα να γεμίσει αρρώστιες ο τόπος. Όμως ποιος ποντικός τολμούσε να πλησιάσει ένα σπίτι γεμάτο με γάτες;
Αυτή την ιστορία μου έλεγε η γιαγιά μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε στην κουφάλα της υπεραιωνόβιας ελιάς μας, παρηγορώντας με για το χρώμα μου και εξηγώντας μου πόσο τυχερό και ευλογημένο πλάσμα ήμουν.
Και ναι, ίσως έχετε δίκιο, αυτή δεν ήταν η δική μου ιστορία, αλλά σίγουρα είναι ο πρόλογός της. Γιατί είμαι βέβαιη ότι μία από εκείνες τις γάτες ήταν πρόγονός μου. Και χάρη στον άρχοντα βρίσκομαι κι εγώ εδώ, αφού δεν κόπηκε η αλυσίδα της γενιάς μου και σας διηγούμαι την ιστορία μου.
Συνεχίζεται...
Πρώτα όμως ένα Υ.Γ.: Δεν είναι να απορείς πώς φέρονται ορισμένοι άνθρωποι στις μαύρες γάτες, αφού συχνά το ίδιο και χειρότερα φέρονται και στους μαύρους ανθρώπους.