Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου

Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου...

Η Έλι είναι μια μαύρη γάτα, που ζει στην κουφάλα ενός λιόδεντρου μαζί με τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Η Έλι έχει πάρει το όνομά της από το υπεραιωνόβιο αυτό δέντρο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παρθενώνα. Κυκλοφορεί στα σοκάκια της πλάκας, ταΐζεται από τα ταβερνεία της περιοχής, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης όταν δεν έχει κόσμο. Εσείς, έχετε δει τον ήλιο να ανατέλλει, από το βράχο του Παρθενώνα; Η Έλι έχει πολλές ιστορίες να σας διηγηθεί, από τη δική της ζωή αλλά και από τις εφτά ζωές πολλών άλλων μαυρόγατων.

Β7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ         –ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ-

Ο Φράνκο παρακολούθησε κρυφά τις δεξιότητες του Ενρίκε. Το αγόρι ήταν καλοβαλμένο. Είχε ευγενικά χαρακτηριστικά, γυμνασμένο σώμα. Φαινόταν ότι θα γινόταν ένας εξαιρετικός ταυρομάχος. Τα σφυρίγματα, οι επευφημίες και τα έντονα χειροκροτήματα τάραξαν τον Φράνκο, που αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να παρέμβει.

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε αγριεμένος. Ζώα και άνθρωποι στράφηκαν και τον κοίταξαν.

«Τι κάνεις Φράνκο;» τόλμησε να τον χαιρετήσει ένας άλλος ταυρομάχος, όμως εκείνος δεν καταδέχτηκε να απαντήσει. Το βλέμμα του είχε μείνει κολλημένο στον Ενρίκε. Ενδόμυχα μέσα του ευχόταν ο ταύρος να τον κάρφωνε με το κέρατο στην κοιλιά στέλνοντάς τον απευθείας στον άλλον κόσμο. Όμως κι ο ταύρος, κοίταζε απευθείας τον Φράνκο.

«Ποιος είσαι εσύ;» απαίτησε να μάθει.

«Ο ταπεινός σταβλίτης κύριέ μου» απάντησε και έκανε με μια βαθιά υπόκλιση, που ο Φράνκο αντιλήφθηκε ότι έκρυβε ειρωνεία. Όμως οι υπόλοιποι που ζούσαν υπό το καθεστώς τρομοκρατίας του Φράνκο, τη θεώρησαν ειλικρινή από πλευράς του.

«Και τι κάνεις;»

«Τίποτα σπουδαίο, απλά γυμνάζω τα ζώα».

«Όχι, δεν τα γυμνάζεις, τα προπονείς. Ηλίθιοι!» αναφώνησε και στράφηκε στους υπόλοιπους. «Κάθεστε και τον χαζεύετε και δεν καταλαβαίνετε ότι τα προετοιμάζει για να σας ξεκάνουν στην αρένα, να μπουν μέσα και να σας σκοτώσουν στη μάχη».

«Μην είσαι υπερβολικός Φράνκο», τόλμησε να αντιμιλήσει κάποιος από το κοινό, όμως το βλέμμα του μέγα ταυρομάχου τον έκανε αμέσως να κλείσει το στόμα του και να μην συνεχίσει.

«Δεν προπονώ, απλά γυμνάζω» απάντησε ήσυχα ο Ενρίκε, χωρίς κανέναν φόβο στην καρδιά, αθώος σαν το καθαρό χιόνι. «Είναι μέσα στις ευθύνες μου ως σταβλίτη. Οι ταύροι πρέπει να βγαίνουν και να τρέχουν για να μη γίνουν νωθροί, να μην είναι ευέξαπτοι στην αρένα και περισσότερο επικίνδυνοι».

«Βούλωστ' το. Δεν έχεις ιδέα σε ποιον μιλάς. Ξέρω περισσότερα από ότι εσύ για τους ταύρους. Έχω αφιερώσει τη ζωή μου σε αυτά τα κτήνη».

«Έχετε αφιερώσει τη ζωή σας να σκοτώνετε αυτά τα ζώα», απάντησε ήρεμα ο Ενρίκε.

«Ώστε οι ταύροι θεωρείς ότι είναι ακίνδυνοι;»

«Όσο οποιοδήποτε άλλο ζώο όταν δεν το ενοχλούν».

«Απάντησέ μου σε αυτό που θα σε ρωτήσω νεαρέ, όταν βλέπεις στην αρένα να μάχεται ένας matador έναν ταύρο, με ποιου το μέρος είσαι;»

«Στην αρένα πρέπει να κερδίζει ο καλύτερος και κανείς να μην χάνει τη ζωή του, ταύρος ή άνθρωπος».

«Είσαι και διπλωμάτης!» τον ειρωνεύτηκε «Όμως αυτό δε γίνεται».

«Ίσως πρέπει να αλλάξουν κάποιοι κανόνες».

«Ως τι προσφέρεσαι να αλλάξεις τους κανόνες ενός αγωνίσματος αιώνων, ως σταβλίτης ή ως ταυρομάχος; Μεγάλο θράσος να θες να αλλοιώσεις την πολιτιστική κληρονομία ολόκληρης της Ισπανίας».

«Δεν έχω την εξουσία να κάνω κάτι τέτοιο. Όμως ίσως δε θα έπρεπε να δολοφονούνται οι ταύροι. Οι μάχες μπορούν να δίνονται και χωρίς να υπάρχουν στο τέλος νεκροί. Η έξαψη των αγώνων δεν είναι στο θάνατο. Αν ήταν εφικτό θα ήταν προτιμότερο να μην προσφέρουμε αίμα στο κοινό. Όταν πάψουμε να νομιμοποιούμε το έγκλημα στο βωμό της διασκέδασης, ίσως πάψουμε να αποζητάμε το αίμα για να μας προκαλέσει έξαψη».

«Έχεις ακούσει πολλές μάχες χωρίς νεκρούς αγόρι μου; Μην απαντήσεις, αρκετά άκουσα για σήμερα. Μη σε δω ξανά να προπονείς τους ταύρους, γιατί θα εισηγηθώ να απολυθείς. Κατανοητός;» είπε πλησιάζοντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από αυτό του Ενρίκε. Το ευθύ βλέμμα του νεαρού, που τα βλέφαρά του δεν τρεμόπαιξαν στην απειλή του τον εκνεύρισαν περισσότερο ακόμα. Μα ποιος στην ευχή πίστευε ότι ήταν ή μήπως ήταν κάποιος που ο ίδιος δεν ήξερε.

Μπα, κανείς άξιος λόγου δε θα καταδεχόταν να δουλέψει σταβλίτης. Ο νεαρός απλά είχε θράσος, ήταν χαρακτηριστικό της νεαρής του ηλικίας. Όμως ο Φράνκο είχε σκοπό να τον διδάξει κάτι πολύ σημαντικό. Ότι δεν ήταν τίποτα, και είχε τόση αξία ο ίδιος όσο και οι ιδέες του, όσο και η ζωή των ταύρων.    

Β6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ – ΦΡΑΝΚΟ Ο ΤΑΥΡΟΜΑΧΟΣ-

Ο Φράνκο ήταν το αστέρι των ταυρομάχων. Γόης και με μεγάλη αυτοπεποίθηση, ήταν το ίνδαλμα των αντρών και ο φανερός πόθος των γυναικών. Σε κάθε αγώνα του στην αρένα, γέμιζαν οι κερκίδες από κόσμο, για να θαυμάσουν το θάρρος του και την ικανότητά του. Και κάθε φορά που απέφευγε τα κέρατα του ταύρου με μαεστρία, το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ο Φράνκο με τόση λατρεία που εισέπραττε είχε αποκτήσει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε ένα ψηλό βάθρο πάνω από τα υπόλοιπα πλάσματα. Ζώα και ανθρώπους. Αν και υποτιμούσε τους ταύρους θεωρώντας τους ανόητα ζώα, την ίδια ώρα τους θεωρούσε και επικίνδυνους.

«Οι ανόητοι είναι απρόβλεπτοι» επαναλάμβανε και ήταν αυτή του η άποψη ένα είδος μάντρα που τον κρατούσε σε επιφυλακή σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Καμία όμορφη παρουσία, αν και λάτρευε το γυναικείο ποδόγυρο δεν του αποσπούσε την προσοχή. Πριν κάνει την είσοδό του la plaza del torro (στην πλατεία των ταύρων) για να τους αντιμετωπίσει έκανε τον σταυρό του σαν καλός καθολικός και φιλούσε το φυλαχτό του, πριν το κρύψει στο στήθος του. Ξεχνούσε ότι και οι ταύροι είναι πλάσματα του ίδιου Θεού. Σε όλο τον αγώνα τα μάτια του τα είχε στο ζώο, είχε χρόνο για γιορτές και γυναίκες έπειτα. Μετά το τέλος της μάχης στο νικητήριο τραπέζι που θα δινόταν για χάρη του και θα δειπνούσε με το κρέας του αντιπάλου του. Εκεί μπορούσε να απολαύσει τον θαυμασμό και τα γυναικεία βλέμματα που σκόπευαν να τον σαϊτεύσουν.

Όπως κάθε ''σπουδαίος'' ο Φράνκο επέβαλε τις απόψεις του και τις επιθυμίες του. Μια από αυτές ήταν η απομάκρυνση των γατιών από την γύρω περιοχή της αρένας . Όχι απλά φοβόταν, χωρίς να υπερβάλουμε έτρεμε τις μαύρες γάτες. Άραγε ήταν η πεποίθηση του ανόητου πάπα που είχε ρίξει ρίζες μέσα του κι ας είχαν μεσολαβήσει κάποιοι αιώνες ή μήπως ο ίδιος ήταν η μετεμψύχωση του πάπα, και μόλις τις έβλεπε ήθελε να τραπεί σε φυγή. Θεωρούσε τις μαύρες γάτες ως μεταμφιεσμένες μάγισσες ή απλά γρουσούζες! Όποια και αν ήταν η θεωρία του ήταν απλά ηλίθια. Όμως ποτέ μην περιφρονείς τη δύναμη της αυθυποβολής. Όταν κάποιος είναι πεπεισμένος ότι η μέρα του θα πάει στραβά, από τον φόβο του και μόνο θα κάνει τα πάντα λάθος και η μέρα του δε θα μπορούσε να πάει χειρότερα. Κάθε μικρή ή μεγάλη αναποδιά θα έχει αφορμή τη μαύρη γάτα, την ανοιχτή σκάλα, έναν σπασμένο καθρέφτη ή επειδή απλά το ημερολόγιο γράφει π.χ. και ελληνιστί Τρίτη και 13.

Μάλιστα ήταν τέτοιο το μένος του για τις γάτες, που είχε μάθει στο σκύλο του να τις σκοτώνει με μια κίνηση διαλύοντας τους τη ραχοκοκαλιά.[1] Ανατριχιαστικό, μου σηκώθηκε η γούνα. Εμένα που ένας από τους καλύτερους μου φίλους είναι ο Λίνκολν, και δεν το λες και μικρόσωμο σκυλί. Ευτυχώς τα σκυλιά δεν ξέρουν να υποκρίνονται, δείχνουν αμέσως τον χαρακτήρα τους. Αν είναι φιλικά, αδιάφορα ή εχθρικά. Βλέποντας έναν σκύλο σαν του Φράνκο δεν κάθεσαι να περιμένεις, τρέχεις πριν σε πάρει μυρωδιά. Ποτέ ένας σκύλος που μισεί τις γάτες δεν υποκρίνεται ότι τις συμπαθεί και δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει κάποια να κοιμηθεί στη γούνα του, όπως με άφησε τις προάλλες ο Λίνκολν.

Για το ενδεχόμενο λοιπόν, να μην έχει κάποιο κακό συναπάντημα με μαύρη γάτα, διώχθηκαν όλες οι γάτες από την περιοχή των στάβλων, της αρένας (και θα διώχνονταν και από την πόλη αν ήταν δυνατόν). Λευκές, κόκκινες, παρδαλές, τιγρέ κ.ο.κ. Ήξερε ότι μια λευκή γάτα ή όποιο άλλο χρώμα, θα προσέλκυε τους γάτους κι ανάμεσά τους ποιος θα μπορούσε να αποτρέψει τους μαύρους, αυτά τα δαιμόνια, να πλησιάσουν και να του προκαλέσουν γρουσουζιά;

Όμως ο Φράνκο με τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, εκτός από το φόβο που ένιωθε για τις πανέμορφες σαν κι εμένα γάτες, περιφρονούσε όλον τον κόσμο, μα περισσότερο από όλους όσους εργάζονταν με τα ζώα. Όμως υπήρχε κάποιος που κάτω από την περιφρόνηση που του έδειχνε, έκρυβε μίσος και ζήλια. Ακριβώς όπως η μητριά της Χιονάτης και της Σταχτοπούτας, που πολύ θα επιθυμούσαν να εξαφανιστούν τα νεαρά κορίτσια έτσι και ο Φράνκο θα επιθυμούσε να ανοίξει η γη να καταπιεί τον Ενρίκε. Κι αυτό γιατί είχε γίνει μάρτυρας ο ίδιος στο ταλέντο του νεαρού σταβλίτη στις ταυρομαχίες. Γιατί μπορεί ο Ενρίκε να μην καταδέχτηκε να μπει στην αρένα και να σκοτώσει ταύρους για διασκέδαση, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν έπαιζε με τους ταύρους. Έπαιρνε λοιπόν ένα πανί και παρίστανε τον ταυρομάχο. Και σαν να καταλάβαινε ο ταύρος ότι δεν κινδυνεύει, μόλις το αγόρι ακουμπούσε στο μέτωπό το χέρι του εκείνος ηρεμούσε. Ήταν οι μόνες ταυρομαχίες στις οποίες διασκέδαζαν και οι ίδιοι οι ταύροι. Άλλωστε το αγόρι τους φρόντιζε, τους τάιζε, τους φέρονταν όμορφα και κυρίως τους σέβονταν.

Ένας ταυρομάχος ένα απόγευμα που πρόσεξε τον Ενρίκε να παίζει με έναν ταύρο, του πρόσφερε την μπέρτα του και τον προσκάλεσε να περάσει στην πλατεία των ταύρων. Κι άλλοι άνθρωποι των στάβλων, ανάμεσά τους και ταυρομάχοι έκατσαν στις κερκίδες και απολάμβαναν τις δεξιότητες του Ενρίκε, ζητωκραυγάζοντας και επευφημώντας. Ο Φράνκο δεν μπορούσε να το ανεχτεί.


[1] Δανεισμένο από το βιβλίο του Ουίλιαμ Μπάροουζ «Ο Γάτος μέσα μας» εκδόσεις Απόπειρα. Στο βιβλίο αναφέρεται ένας ευγενής που έχει μάθει το σκύλο του να σκοτώνει τις γάτες σπάζοντάς τους τη ραχοκοκαλιά.

B5. Κεφάλαιο πέμπτο                 –Γητευτής βοοειδών –

Την ίδια ώρα που οι δυο φίλοι ταξίδευαν με το αγροτικό για το μέρος που ο Λουί θα υποχρεωνόταν να δώσει μάχη, ο νεαρός άντρας που αναλάμβανε τη φροντίδα των ζωντανών στον στάβλο της αρένας, καθόταν αποκαμωμένος και χάζευε τον ήλιο που έπεφτε πίσω από τους λόφους, ικανοποιημένος. Ο Ενρίκε είχε ψυχή καλλιτέχνη, και μάλιστα Εμπρεσιονιστή. Λάτρευε ότι είχε σχέση με τη φύση. Του άρεσαν τα δάση, τα ποτάμια, τα βουνά, η θάλασσα. Μπορούσε να μένει ξαπλωμένος με τις ώρες στο χορτάρι και να χαζεύει το ταξίδι των σύννεφων στον ουρανό. Αν και σύντομα θα έκλεινε τα είκοσι πέντε του χρόνια, η καρδιά του ήταν ευγενική σαν αθώου παιδιού, αν και εδώ που τα λέμε δεν είναι και όλα τα παιδάκια αθώα.

Ο Ενρίκε είχε μεγαλώσει στη φύση. Και πράγμα σπάνιο για άνθρωπο, ένιωθε μέρος της. Μεγαλώνοντας και φροντίζοντας τα ζώα, από μικρός είχε δείξει έφεση στις ταυρομαχίες. Πολλοί σχολίαζαν ότι θα μπορούσε αν ήθελε να είχε γίνει ο πιο φημισμένος ταυρομάχος της Ισπανίας. Γυμνασμένος, έξυπνος, σβέλτος θα απολάμβανε τον θαυμασμό των γυναικών που θα του πέταγαν λουλούδια, κάθε φορά που θα υποκλινόταν, θριαμβευτής έπειτα από το τέλος κάθε μάχης. Όμως το γεγονός ότι τα άμοιρα αυτά πλάσματα έβρισκαν τον θάνατο, τον απωθούσε. Καμία φήμη ή πλούτος δεν του άλλαζαν γνώμη. Η μάχη ήταν άνιση, ο ταύρος μπορεί να έβαζε τη δύναμη, που αναμφίβολα είχε μεγαλύτερη από εκείνη των ανθρώπων, αλλά οι ταυρομάχοι έβαζαν την πονηριά.

Τα άκακα παιχνίδια του με τα ταυράκια στην επαρχία που μεγάλωσε, που έπειτα κυλιόνταν παίζοντας στο γρασίδι, τον έφεραν στην πόλη. Μόνο που τότε δεν είχε ιδέα ότι στο τέλος οι ταύροι, ακόμα και νικητές θανατώνονταν. Μόλις το πληροφορήθηκε επαναστάτησε. Δεν ήταν αυτός για να σκοτώνει, αυτός ήταν για να αγαπάει και να φροντίζει. Το όμορφο μελαχρινό αγόρι, θεωρήθηκε ανόητο, αλλά την ίδια ώρα κέρδισε τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των υπευθύνων.

«Εσύ θα έκανες για σταβλίτης» σχολίασε ένας χοντρός κύριος που κάπνιζε πούρο.

«Αν και ανοησία σου. Οι σταβλίτες παλεύουν πιο σκληρά από τους ταυρομάχους. Δουλεύουν πιο πολλές ώρες. Κινδυνεύουν το ίδιο αν κάποιο ζώο αφηνιάσει. Βγάζουν λιγότερα κέρδη και κυρίως… οι γυναίκες δεν πέφτουν στα πόδια τους για ένα τους βλέμμα».

«Θα έχω όμως καθαρά χέρια» απάντησε ο Ενρίκε.

«Καθαρά λέει, χα χα! Τα χέρια σου θα είναι γεμάτα από χώμα, σβουνιές και λάσπες. Τα ρούχα σου θα μυρίζουν κοπριά και ζώα».

«Τότε θα είναι καθαρά, αν υπάρχει ελεύθερη θέση σταβλίτη θα τη δεχτώ».

«Εντάξει αγόρι μου, δική σου» είπε ο άλλος χαχανίζοντας κοροϊδευτικά.

Και κάπως έτσι ο Ενρίκε έγινε ο σταβλίτης των ζώων της αρένας. Γνώριζε πως τα ζώα που έφταναν ως εκείνον ήταν θανατοποινίτες, χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα. Και όταν θα έμπαιναν στην αρένα με τον matador [1] θα αγωνίζονταν για τη ζωή τους. Θα ήταν σε αυτοάμυνα, αλλά ποιος σώζεται όταν είναι σε αυτοάμυνα;

Στους ταυρομάχους δε μιλούσε, εκείνοι οι ωραίοι άντρες με τα πορφυρόχρυσα ρούχα, που οι γυναίκες κάνουν ουρά για να τους σφίξουν το χέρι, τον υποτιμούσαν. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν πόσο καλύτερος τους θα ήταν στην αρένα. Και όσο για εκείνους που είχαν μάθει για την περιφρόνησή του επειδή άκουσον άκουσον θα αναγκαζόταν να σκοτώσει ένα ζώο στη μάχη, τον θεωρούσαν ανόητο. Ο Ενρίκε είχε κερδίσει τον τίτλο του θεοπάλαβου. Όμως με έναν μαγικό τρόπο τα ζώα τον αγαπούσαν, ηρεμούσαν κοντά του. Όταν ο Ενρίκε αποχαιρετούσε έναν ταύρο, τον κοίταγε στα μάτια και του ευχόταν να μην υποφέρει. Ποιος ξέρει, μπορεί να πας σε έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς πόνο και αίμα.

Ο Ενρίκε ήταν αυτός λοιπόν που υποδέχτηκε και τον Λουί στον στάβλο της αρένας.

«Είναι άγριος, πρέπει να τον ναρκώσουμε».

«Δε χρειάζεται» απάντησε ο Ενρίκε ήρεμα και άνοιξε την πόρτα της καρότσας να βγει ο μελλοθάνατος. Ο Χαβιέ που κοιμόταν κουλουριασμένος στα πόδια του Λουί, ανασηκώθηκε.

«Φτάσαμε;»

«Έτσι φαίνεται» απάντησε ο Λουί. Ο Χαβιέ σηκώθηκε, τεντώθηκε, ένιψε το πρόσωπό του και σαν να επρόκειτο για τον βασιλιά προχώρησε και πήδηξε από την καρότσα στα πόδια του Ενρίκε που τον κοίταζε παραξενεμένος.

«Χμ!» σκέφτηκε, και πεινασμένος όπως ήταν άρχισε να χαϊδεύεται στα πόδια του Ενρίκε. Εκείνος για να μην τον δουν οι άλλοι και τον κυνηγήσουν διώχνοντάς τον, τον έκανε στην άκρη με το πόδι του.

«Μετά» μουρμούρισε και ο Χαβιέ που κατάλαβε απομακρύνθηκε και περίμενε να κατέβει και ο Λουί.

«'Έλα φίλε», τον υποδέχτηκε ο Ενρίκε.

«Φίλε, ας γελάσω!» μουγκάνισε ο Λουί, και έδειξε τα κέρατά του.

«Λουί μην κάνεις βλακείες, έλα και θα βρούμε τρόπο να το σκάσεις, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή», του νιαούρισε ο Χαβιέ που είχε πίστη στον εαυτό του.

«Είσαι ένα ανόητο γατί. Αν έχουμε μια ευκαιρία αυτή είναι».

«Αν έχεις μια ευκαιρία να πεθάνεις πριν αγωνιστείς, αυτή είναι», σχολίασε ο Χαβιέ που πιστεύοντας στις δυνατότητές του και υπολόγιζε ότι θα έβρισκε τρόπο να βοηθήσει τον φίλο του να βγει από τη δύσκολη κατάσταση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

«Έλα φίλε μη φοβάσαι!» τον ενθάρρυνε ο Ενρίκε.

«Αν τον έβλεπες πως έκανε όταν προσπαθήσαμε να τον βάλουμε στην καρότσα, εσύ θα φοβόσουν» σχολίασε ένας από τους άντρες.

«Μα δεν ξέρατε ότι ο Ενρίκε είναι γητευτής βοοειδών», τον ειρωνεύτηκε ο άντρας που έμοιαζε με όρθιο ταύρο.

«Μπα κι εσύ πώς του ξέφυγες;» νιαούρισε ο Χαβιέ.

«Υπάρχει εδώ γάτα;» ρώτησε ο όρθιος ταύρος.

«Έχουμε μια για τα ποντίκια» σχολίασε ο Ενρίκε.

«Άντε κατέβα έχω πεθάνει της πείνας» νιαούρισε ο Χαβιέ.

«Να είσαι βέβαιος ότι σύντομα θα σε ταΐσουν με το κρέας μου».

«Δε θα φάω, στο υπόσχομαι...»

Τελικά ο Λουί, κουρασμένος από το ταξίδι, ζύγισε την κατάσταση και κατάλαβε ότι δε θα ήταν εύκολο να τα βάλει με τέσσερις τύπους. Οπότε δεν το έμενε από το να δείξει εμπιστοσύνη στο γατίσιο ένστικτο του Χαβιέ, αν και ήξερε ότι οι ελπίδες του στη βοήθεια του γάτου θα αποδεικνύονταν σύντομα φρούδες. Προχώρησε και κατέβηκε ήσυχα, ενώ ακολούθησε τον Ενρίκε στο μέρος που θα έμενε ως τη στιγμή που θα έδινε τη μάχη.

«Τι σας είπα εγώ, γητευτής βοοειδών» σχολίασε ο άντρας που είδε τον Ενρίκε με τον Λουί να κατευθύνονται στους στάβλους, ενώ από κοντά πήγαινε και ο Χαβιέ.

«Αυτός ο γάτος είναι μαύρος ή τον κάνει ή νύχτα να μοιάζει μαύρος;» αναρωτήθηκε ο όρθιος ταύρος.

[1] ταυρομάχος

Β4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, 

Ένας πιστός φίλος

Ο Λουί γύρισε τα οπίσθια του στο μέρος που γεννήθηκε. Όσους είχε εμπιστευτεί τον είχαν προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Δε θα έβλεπε ξανά τα καταπράσινα λιβάδια με τις μαργαρίτες, τις παπαρούνες και τα χαμομηλάκια. Δε θα έκανε γλύκες με την αγελάδα. Τώρα που το σκεφτόταν αυτό ήταν το μικρότερο του πρόβλημα, αφού σύντομα δε θα ήταν ικανός να δει ξανά τίποτα, το βλέμμα από τα μάτια του θα έσβηνε. Ήδη φανταζόταν τον εαυτό του πάνω σε ένα τραπέζι, ξαπλωμένο μέσα σε έναν πελώριο δίσκο, να περιστοιχίζεται από διάφορα λαχανικά και καρυκεύματα και να μετατρέπεται σε βρώση. Κι αυτοί οι άνθρωποι, κορεσμό δεν είχε η λαιμαργία τους; Τόσο χορτάρι υπήρχε, για ποιο λόγο έπρεπε να τρώνε κρέας. Δε θα έβλαπτε να βόσκουν, σαν κάθε άλλο φιλειρηνικό ζώο. Μα τι ανόητος που είχε σταθεί, να δώσει αξία στα λόγια των ανθρώπων. Μήπως είχε γνωρίσει πατέρα, κι εκείνος δεν είχε απομακρυνθεί από τη φάρμα, πριν ο Λουί γεννηθεί. Γιατί να είναι νόστιμο το κρέας μας, γιατί να είναι πλούσιο σε σίδηρο; Κι αν κάπου υπήρξε μια Σάρλοτ και είχε σώσει ένα γουρουνάκι από το να γίνει παϊδάκια για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τον Λουί ποιος θα τον έσωζε;

«Έι φίλε!» άκουσε μια φωνή πίσω του, και έπειτα ένα φτέρνισμα. «Μπορείς να σταματήσεις να κουνάς την ουρά σου;»

Ο Λουί γύρισε απότομα και ο Χαβιέ κόλλησε στον τοίχο, ανήσυχος μην συντριφτεί ανάμεσα στα τροφαντά οπίσθια του φίλου του και στη λαμαρίνα της καρότσας του αγροτικού.

«Χαβιέ, τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε ο Λουί.

«Σκέφτηκα ότι έχει φτιάξει ο καιρός και ότι θα ήταν ωραία να έρθω μαζί σου, να αλλάξω τον αέρα μου. Βαρέθηκα όλο στο κτήμα».

«Βλακεία έκανες, αν ήμουν στη θέση σου θα πηδούσα τώρα έξω. Όσο απομακρυνόμαστε τόσο πιο δύσκολα θα βρεις τον δρόμο να γυρίσεις στο κτήμα».

«Μην ανησυχείς θα τα καταφέρω».

«Δεν είσαι δα και κανένα λαγωνικό».

«Δε λέω ότι είμαι, αλλά ανήκω σε γενιά ταξιδιωτών. Κουρσάροι ήταν οι πρόγονοί μου και πειρατές, ταξιδευτές από τους λίγους».

«Δε μου έχεις δώσει την εντύπωση του περιπετειώδη» σχολίασε ο Λουί.

«Δε χρειάστηκε! Λοιπόν φίλε μου, είχαμε μια συζήτηση που διακόψαμε, θέλω να μου εξηγήσεις τα πάντα για τις ταυρομαχίες».

Ο Λουί ξεφύσησε και ο Χαβιέ δυσανασχέτησε με το ελάττωμά του.

«Τώρα είμαστε οι δυο μας, δεν μπορείς να μου ξεφύγεις όπως πριν. Οπότε σταμάτα να παριστάνεις το Βοριά...»

«Το Νοτιά».

«Το Νοτιοδυτικό άνεμο αν προτιμάς. Και τώρα εξήγησε μου τι συμβαίνει. Αν δεν είναι ο ταύρος ο ταυρομάχος, τότε ποιος στην ευχή είναι;»

«Ξέρεις εκείνη τη φράση που λένε ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα».

«Καμιά γάτα δε σκότωσε καμία περιέργεια, είμαστε φιλομαθείς και η γνώση ποτέ δεν έβλαψε κανέναν».

«Η φιλομάθεια όχι, το κουτσομπολιό όμως;»

«Άσε τις φλυαρίες και απάντησέ μου. Γιατί μόλις άκουσα ότι θα γίνεις ταυρομάχος, σκέφτηκα ότι δε θα ήταν άσχημη ιδέα να γίνω γατομάχος, αλλά έτσι όπως συμπεριφέρεσαι, μάλλον τα πράγματα είναι κάπως ανάποδα».

«Ανάποδα φίλε μου Χαβιέ, όπως τα λες. Σαν κάθε τι που σκέφτεται και πράττει ο άνθρωπος».

«Δε θα συμφωνήσω, αλλά ούτε και θα διαφωνήσω. Λοιπόν ακούω!»

«Ταυρομάχοι δεν είναι οι ταύροι, είναι αυτοί που μάχονται με τους ταύρους». Ο Χαβιέ τον κοίταξε περιμένοντας, ήξερε ότι δεν ήταν ώρα να διακόψει τον Λουί, μιας και είχε αποφασίσει να μιλήσει. «Οι μάχες πραγματοποιούνται ανάμεσα σε ανθρώπους και ταύρους».

«Ω;»

«Ακριβώς ''Ω'' και το θέμα είναι ότι ακόμα κι αν καταφέρει ένας ταύρος να κερδίσει τη μάχη στην αρένα, προκειμένου να τον προλάβουν να μην ξεκάνει τον επίδοξο δολοφόνο του, θα μπούνε άλλοι μαχητές μέσα και θα τον ξεκάνουν».

«Δηλαδή... ένας ταύρος... δεν έχει πιθανότητα να βγει ζωντανός από την αρένα;»

«Όχι, στο πιο αισιόδοξο σενάριο, θα σκοτώσει τον ταυρομάχο πριν και ο ίδιος πέσει νεκρός».

«Μα αυτό δεν είναι δίκαιο» αντέδρασε ο Χαβιε.

«Ποιο είναι δίκαιο από τα κόλπα των ανθρώπων;» αναρωτήθηκε παραιτημένος ο Λουί.

«Και πώς θα γίνει να μην μπεις στην αρένα καθόλου;»

«Δε νομίζω ότι γίνεται, αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθώ να μπω».

«Πώς μοιάζει η αρένα;»

«Είναι ένας ανοιχτός στρογγυλός χώρος που περικλείεται από εξέδρες. Σε αυτές κάθεται κόσμος και ζητωκραυγάζει υπέρ του ταυρομάχου, παρακολουθεί όλο ενθουσιασμό τη μάχη και προσμένει το θάνατο του ταύρου. Μόνο που ο ταύρος δε ζήτησε τη μάχη αυτή. Είναι θύμα από όλες τις απόψεις. Και τον ανάγκασαν να παραστεί και τον εμπαίζουν».

Αν εξαιρέσουμε τον θάνατο του ταύρου και ότι λείπει η σκηνή δεν έχει και μεγάλη απόκλιση από το τσίρκο, που σκέφτηκα. Συλλογίστηκε ο Χαβιέ, μα δεν το είπε στο φίλο του. Ήταν ήδη χάλια, δεν ήθελε να τον εξαγριώσει.

«Κι τώρα που σου λύθηκαν οι απορίες, μπορείς να φύγεις» τον προέτρεψε ο Λουί.

«Μπα» απάντησε ο Χαβιέ και ξάπλωσε. «Λέω να μείνω μαζί σου».

«Γιατί;»

«Για να σε σώσω!»

«Εσύ θα σώσεις εμένα».

«Αμέ»

«Θα το φας το κεφάλι σου Χαβιέ, θα είσαι κι εσύ από εκείνες τις γάτες που τις σκότωσε η περιέργεια».

«Αυτά είναι βλακείες, δε γνωρίζω καμία γάτα που τη σκότωσε η περιέργεια».

«Τις σκότωσε πριν σε γνωρίσουν».

Ο Χαβιέ χασμουρήθηκε.

«Ξέρεις κάτι, με νανούρισε το αυτοκίνητο, θα πέσω να κοιμηθώ και μέχρι να ξυπνήσω κάτι θα σκεφτώ να σε σώσω».

«Σωθήκαμε» μουγκάνισε ο ταύρος, αλλά πιο ήρεμος με την παρουσία του φίλου του ξάπλωσε κι αυτός. Χρειαζόταν λίγο ύπνο να ανακτήσει δυνάμεις, ήξερε ότι ο Χαβιέ δε θα μπορούσε να τον σώσει, τι λύση να έβρισκε άλλωστε με το μικρό μυαλουδάκι του! Όμως ένιωθε ήδη καλύτερα που δεν ήταν μόνος, που είχε έναν φίλο στο πλάι του και χωρίς να το θέλει άρχισε μια μικρή ελπίδα να τρεμοπαίζει στην καρδιά του. Άλλωστε ήταν τυχερός που ήταν αποδέκτης μιας τέτοιας φιλίας, κρίμα που δε θα προλάβαινε να ανταποδώσει. Γνώριζε πως ο Χαβιέ ήταν καλομαθημένος και ήταν μεγάλη θυσία για εκείνον, έναν σπιτόγατο, να αφήσει το καλό φαγητό και το κρεβάτι του και να ξεκινήσει μια περιπέτεια για χάρη ενός ταύρου.  

B3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ –Ένας γάτος ''Bετζετέριαν''-

Μην μπορώντας να συνεννοηθεί με τον μουτρωμένο και απομακρυσμένο Λουί, ο Χαβιέ αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. Είχε μείνει λίγη κονσέρβα στο πιάτο του, σχεδίαζε να τη φάει και να ρίξει έναν υπνάκο, τον είχε εξαντλήσει η όλο γρίφοι συζήτηση με τον Λουί. Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκε την Εσμεράλδα καθισμένη, φαινόταν απορροφημένη από μαύρες σκέψεις, ενώ στα χέρια της στριφογύριζε ένα νοτισμένο μαντήλι. Ο πατέρας της έλειπε.

«Ίσως πρέπει να την παρηγορήσω» σκέφτηκε ο Χαβιέ. «Η γούνα μου έχει θεραπευτικές ικανότητες» στάθηκε μπροστά στα πόδια της και νιαούρισε.

«Hola guapa» νιαούρισε και η Εσμεράλδα μόλις τον πρόσεξε έσκυψε και τον πήρε στην αγκαλιά της.

«Θα χάσουμε τον Λουί, Χαβιέ. Ξέρω ότι αν και γάτος εσύ ταύρος εκείνος, είστε φίλοι»

«Η αλήθεια είναι ότι δεν κρίνω τους άλλους από το είδος τους. Εκτός από τα ποντίκια βέβαια. Φυσικά ο λόγος είναι ότι κάνουν ωραίο μεζέ, κι όχι επειδή έχω κάτι προσωπικό μαζί τους. Το ίδιο ισχύει και για τα κοτόπουλα».

«Δεν είμαι σίγουρη τι λες, αλλά νιώθω ότι είναι κάτι παρηγορητικό».

«Σου εξηγώ το μανιφέστο της διατροφής μου. Ο λόγος που δεν κάνω παρέα με τα κοτόπουλα, αν και υπάρχουν αρκετά στη φάρμα, είναι να μην την πατήσω. Έγινα φίλος με τον ταύρο, έκοψα το βοδινό κρέας. Βρήκα χαριτωμένα τα αρνάκια, μου συνέβη το ίδιο, για τα κατσικάκια δεν το συζητάω, είναι γλύκες. Εκείνο το βράδυ που ξέμεινα έξω από το σπίτι με κράτησε ζεστό η γουρούνα, πάει και το χοιρινό. Πλέον έχω δύο αρχές. Ένα δεν τρώω τους φίλους μου. Δύο δε θέλω φιλίες με πουλερικά!»

«Είσαι φλύαρος για γάτος».

«Φλύαρος είναι κάποιος που δίνει περιττές πληροφορίες και χρησιμοποιεί περισσότερα λόγια από όσα χρειάζονται. Οι πληροφορίες που μόλις σου έδωσα δεν είναι περιττές αλλά 100% σημαντικές. Και τώρα πάω να ξαπλώσω, με κούρασε τόσο exposition σε πλάσματα που δεν καταλαβαίνουν».

Όμως τον Χαβιέ τον έτρωγε το σαράκι. Γύρισε από εδώ γύρισε από εκεί, ύπνος δεν τον έπαιρνε. Έπρεπε να πάει στον στάβλο να μιλήσει με τον Λουί, να του εξηγήσει. Τι σημαίνει ταυρομαχία αν δεν είναι νούμερο σε τσίρκο. Κι αν ο ίδιος δεν ήταν ο ταυρομάχος που ήταν ταύρος, ποιος θα ήταν και κυρίως ποιος ο ρόλος του Λουί σε αυτό το σόου;

«Είμαι βέβαιος ότι αν δε μιλήσω στον Λουί να μου εξηγήσει, δεν πρόκειται να βρω ησυχία και να κοιμηθώ» σηκώθηκε και βγήκε από το σπίτι, τραβώντας προς στάβλο. Όμως η εικόνα που αντίκρισε τον τάραξε. Ένα μεγάλο αμάξι ήταν παρκαρισμένο έξω από τον στάβλο, ενώ δυο άντρες είχαν πιάσει τον Λουί και τον έσερναν, ενώ ο φίλος του αντιστεκόταν με όλη του τη δύναμη. Ο Χαβιέ έτρεξε προς το μέρος τους, αλλά στάθηκε στην άκρη, δεν ήθελε να γίνει χαλκομανία, χάνοντας και τις εφτά ή εννέα ζωές του με τη μία. Να γίνει κιμάς κάτω από τα πόδια του Λουί και να έρθουν έπειτα να τον φάνε οι κότες. Τέτοια τραγική ειρωνεία δεν τη σήκωνε η ύπαρξή του.

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε νιαουρίζοντας δυνατά για να ακουστεί πάνω από τις βλαστήμιες των αντρών. Όμως απάντηση δεν έλαβε, μιας και ο Λουί είχε στραμμένη όλη του την προσοχή στον αγώνα που έδινε για να σώσει τη ζωή του, το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν να εξηγήσει στον Χαβιέ. Οι δυο άντρες έβριζαν κοπιάζοντας να ανεβάσουν τον Λουί στο αυτοκίνητο, ένας τρίτος γεροδεμένος άντρας, βγήκε απόφασιστικά από το αυτοκίνητο, η θέα του έκανε εντύπωση στον Χαβιέ, αφού είχε την κορμοστασιά ενός ταύρου, μόνο που στεκόταν στα δυο πόδια αντί στα τέσσερα. Με γρήγορες κινήσεις πλησίασε τους δυο ιδρωμένους άντρες και τον Λουί.

«Τι κάνετε τόση ώρα;» γαύγισε στους άλλους. Τρεις κινήσεις ήταν αρκετές για να υποτάξει και να ανεβάσει στο αμάξι τον Λουί. Έπειτα έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο, ακολουθούμενος από τους δυο άντρες. Οι πόρτες έκλεισαν και το αυτοκίνητο πήρε μπρος.

Ο Χαβιέ είδε τα λυπημένα μάτια του Λουί, τελικά ο ταύρος γύρισε από την άλλη, δεν ήθελε να βλέπει το μέρος που μεγάλωσε και που είχε ως τότε ζήσει ειρηνικά. Ήξερε ότι όταν ένας ταύρος φεύγει από τον τόπο του, τίποτα καλό δεν έχει να τον περιμένει. 

B2. ΧΑΒΙΕ, ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΚΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ 

Μπαίνοντας στον στάβλο, βρήκε την Εσμεράλδα κρεμασμένη στο λαιμό του Λουί να βρέχει το γυαλιστερό του τρίχωμα με δάκρια.

«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι έχει πάθει αυτή και με νότισε;»

«Μπορώ, θα γίνεις νούμερο στο τσίρκο» απάντησε νιαουρίζοντας.

«Χαβιέ, ξέρεις τι χρώμα έχει η τέντα των τσίρκων;»

«Μόνο ένα έχει; Είχα την εντύπωση πως ήταν πολύχρωμη».

«Ένα και είναι το πιο ακατάλληλο για ταύρους».

«Αλήθεια, γιατί δαιμονίζεστε με το κόκκινο, ποτέ δεν το κατάλαβα».

«Είναι παράδοση, έχει περάσει στο DNA μας».

Ο Χαβιέ πλησίασε τον Λουί και τον κοίταξε στα μάτια.

«Μήπως απλά χρειάζεστε οφθαλμίατρο;»

«Ήρθες ζηλιαρόγατο;» ρώτησε η Εσμεράλδα και πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει τον τράβηξε στην αγκαλιά της.

«Όχι!» νιαούρισε ο Χαβιέ.

«Επιτέλους, κόντευε να με πνίξει αυτό το κορίτσι. Ακόμα και η κόκκινη τέντα του τσίρκου θα ήταν προτιμότερη για εμένα. Κάποιες φορές γίνεται άγαρμπη, αλλά πάντα φροντίζει να μας ταΐζει καλά και είναι συμπαθητικούλα για άνθρωπος» είπε και έσκυψε να φάει από την ταΐστρα.

«Δε σου αρέσουν και πολύ οι αγκαλιές» παρατήρησε ο Χαβιέ και άρχισε να γλείφεται, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε ότι το χέρι της Εσμεράλδα χρειαζόταν πλύσιμο και καταπιάστηκε με την υγιεινή της.

«Είμαι ταύρος δεν είμαι γάτος. Δεν είναι άσχημο να σου δείχνουν τη συμπάθειά τους, αλλά να μη γίνεται αποπνικτική. Ξέρεις από τι είναι προτιμότερες οι αγκαλιές του κοριτσιού;»

«Όχι, από τι;»

«Από τις ταυρομαχίες»

«Δηλαδή δε θα δεχτείς να πας στο τσίρκο;»

«Άντε πάλι με το τσίρκο, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»

«Μα μόλις είπες ότι είναι προτιμότερες οι αγκαλιές της Εσμεράλδα από τις ταυρομαχίες»

«Δεν είναι νούμερο στο τσίρκο οι ταυρομαχίες, μη λες σαχλαμάρες».

«Είσαι σίγουρος; Γιατί εγώ αυτό που άκουσα πριν που μίλαγαν με τον πατέρα της, είναι ότι θα γίνει ταυρομάχος».

Τα μάτια του Λουί γούρλωσαν, ενώ έσκυψε το κεφάλι του στο ύψος του Χαβιέ που είχε επιστρέψει στην υγιεινή του.

«Σε ταυρομαχία θα παλέψω, αυτό είπαν;»

«Α γεια σου. Αν και στην αρχή κοιμόμουν, οπότε δεν άκουσα όλη τη συζήτηση, κι αν η Εσμεράλδα δεν έβαζε τις φωνές έξω φρενών δε θα είχα ξυπνήσει και δε θα σου είχα φέρει τα νέα». Τα ρουθούνια του Λουί άνοιξαν και ξεφύσησε θυμωμένος.

«Ωραία νέα!»

«Γιατί όχι; Στο νούμερό σου στο τσίρκο θα σε αποθεώνουν. Θα σου πετάνε λουλούδια, θα γίνεις ο πιο δημοφιλής ανάμεσα στις αγελάδες».

«Μα τι ανοησίες λες, δε θα γίνω ταυρομάχος»

«Εσύ λες ανοησίες τώρα, αφού το λέει η ίδια η λέξη, ταυρομάχος, ο ταύρος που μάχεται».

Τα ρουθούνια του Λουί άνοιξαν και ξεφύσησε θυμωμένος.

«Ε ταυρομάχε ψύχραιμα, θα πάθουμε καμιά πούντα. Ως προς τι ο εκνευρισμός;»

«Αν εσένα σου έλεγαν ότι θα χάσεις τη ζωή σου αύριο, πώς θα αντιδρούσες;»

«Θα τους ρώταγα ποια από τις εννέα ή επτά, δεν είμαι καλός στην αριθμητική»

«Λογίζεις τον εαυτό σου για Ισπανό, και δεν έχεις ιδέα την κακοτυχία να γεννηθεί κάποιος ταύρος στη χώρα αυτή;»

«Δεν είμαι καθαρός Ισπανός, οι μακρινές μου ρίζες προέρχονται από το Γατονήσι, ένα νησί στα βόρεια της Ευρώπης, κοντά στη Σκωτία. Με πολλές ενδιάμεσες στάσεις προγόνων μου, κάποιος έφτασε στην Ισπανία και γεννήθηκα εδώ...»

«Άφησέ με» διέκοψε το Χαβιέ ο Λουί «Δε θα περάσω τις τελευταίες ώρες της ζωής μου με τη γατοφλυαρία σου».

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί είσαι τόσο μελοδραματικός. Ωραία είναι εδώ δε λέω, αλλά εσύ θα γνωρίσεις τη δόξα».

Όσο οι δυο φίλοι συζητούσαν, η Εσμεράλδα είχε σηκωθεί και είχε φτάσει στην πόρτα του στάβλου. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον Λουί. «Συγγνώμη!» φώναξε και το έβαλε στα πόδια.  

Β1. Το Κορίτσι

"Αποκλείεται" άστραψε και βρόντηξε η Εσμεράλδα, κάνοντας τον γάτο στη γωνιά του να ανασηκωθεί και να την κοιτάξει ενοχλημένος που του είχε χαλάσει τον μεσημεριανό του ύπνο.

"Μα κόρη μου" προσπάθησε να την καθησυχάσει ο πατέρας της.

"Δεν είναι σωστό για τον Λουί αυτό πατέρα, δεν το καταλαβαίνεις;" είπε ρίχνοντας τον τόνο της και μιλώντας παρακλητικά, ζητώντας την κατανόηση από τον πατέρα της.

"Είναι πολλά τα χρήματα που δίνουν για το ταυρί μας, κι εμείς τα χρειαζόμαστε" προσπάθησε να απολογηθεί εκείνος.

"Μα τον στέλνεις απευθείας στο εκτελεστικό απόσπασμα πατέρα". Ο Χαβιέ τεντώθηκε κοιτώντας πότε τον έναν πότε τον άλλον, προσπαθώντας να καταλάβει ως προς τι ο αλληλοσπαραγμός αυτή τη φορά. Αυτοί οι άνθρωποι όλο προβλήματα και γκρίνια είναι, θα τους πετάξω από το σπίτι μου φαίνεται, σκέφτηκε. Τι να το κάνεις, δεν είναι η πρώτη φορά που το λέω, στο τέλος αφήνω το κορίτσι να έρχεται να ξαπλώνει στο κρεβάτι μου, είμαι μεγαλόκαρδος. Από τα συμφραζόμενα καταλάβαινε ότι μιλούσαν για τον φίλο του τον Λουί τον ταύρο που κατοικούσε στον στάβλο, αλλά η πείνα που είχε κατακλύσει το στομάχι του δεν του επέτρεπε να καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε.

"Μην είσαι απαισιόδοξη, είναι δυνατός, μπορεί να τα καταφέρει".

"Τι να καταφέρει πατέρα, να σκοτώσει τον ταυρομάχο;"

"Έχεις δίκιο, δεν είναι σωστό να ευχόμαστε τον θάνατο κάποιου".

"Μα ακόμα και αν βγει νικητής από τη μάχη" συνέχισε η Εσμεράλδα "θα σπεύσουν άλλοι να τον σκοτώσουν, για να μην αποτελειώσει τον ταυρομάχο".

"Κορίτσι μου" πήγε να δικαιολογηθεί ο άντρας, αλλά η Εσμεράλδα γύρισε την πλάτη και έφυγε από την κουζινούλα τους με δακρυσμένα μάτια, μη θέλοντας να ακούσει τίποτε άλλο. Καλύτερα έτσι, η ησυχία είχε επιστρέψει. Ο Χαβιέ θεώρησε ότι ήταν καλή στιγμή να ζητήσει το γεύμα του. Τεντώθηκε ξανά και προχώρησε προς τον άντρα. Πρώτα τρίφτηκε στα πόδια του και έπειτα έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά του. Ο άντρας τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και τον ρώτησε.

"Εσύ τουλάχιστον με καταλαβαίνεις;"

"Εγώ θέλω τουλάχιστον δυο πιάτα φαγητό" απάντησε νιαουρίζοντας ο Χαβιέ.

"Το ξέρω ότι με καταλαβαίνεις μαυρούλη μου. Όμως η Εσμεράλδα δε λέει να καταλάβει και φταίω εγώ γι' αυτό. Δεν μπορούμε να δενόμαστε με τα ζώα σε τέτοιο βαθμό. Είναι μέρος της δουλειάς μας να πουλάμε τα ζωντανά και όταν χρειάζεται να τα σφάζουμε".

"Όλα τα ζωντανά; Και τις γάτες;" νιαούρισε καχύποπτα ο Χαβιέ και κοίταξε τον άνθρωπό του.

"Και το ταυρί μας ξεχώρισε. Το επέλεξαν και δίνουν καλά λεφτά. Πώς μπορούμε να αρνηθούμε;"

"Το άκουσα, θύμισε μου ποιο ταυρί δεν μπορεί να αποχωριστεί η Εσμεράλδα αυτή τη φορά;"

"Ο Λουί είναι δυνατός ταύρος κι όσο να πεις όμορφος, με το μαύρο, γυαλιστερό τρίχωμά του", σχολίασε με θαυμασμό ο άντρας.

"Α ο φίλος μου ο Λουί, καλός είναι, μα αυτόν βρήκες να πουλήσεις, αυτός είναι φίλος μου, είναι ο λόγος που έγινα βετζετέριαν". Ο πατέρας της Εσμεράλδα θέλησε να σηκωθεί και ο Χαβιέ πήδηξε από την αγκαλιά του στο πάτωμα. Πήγε στο ντουλάπι πήρε μια κονσέρβα με ψάρι και την άνοιξε ρίχνοντάς την στο πιατάκι του, ενώ του γέμισε και το έτερο με καθαρό νερό.

"Να είδες τι κάνεις τώρα με βγάζεις ψεύτη. Είμαι βετζετέριαν στο κρέας όχι στο ψάρι, ούτε στα πουλερικά ή τα τρωκτικά. Γάτος είμαι, δεν μπορώ να τρέφομαι με χόρτα. Δε θέλω να γίνω περίγελος των εφτά γατοζωών μου"

"Τόσο πολύ πεινάς και δε σταματάς να νιαουρίζεις;" τον ρώτησε μειδιώντας ο άντρας.

"Και για πες τώρα, τι θα συμβεί στον Λουί, γιατί τον επέλεξαν; Θα πάει στο τσίρκο; Ξέρει ζογκλερικά, δεν είναι λίγο παχύς για να τα καταφέρει, βέβαια και οι ελέφαντες είναι, αλλά κάνουν καριέρα γενιές ολόκληρες. Θα πάω να τον δω όταν περάσει από τα μέρη μας, και μην ανησυχείς η Εσμεράλδα θα είναι πολύ περήφανη γι' αυτόν", συμπέρανε ο Χαβιέ και έγλειψε το χέρι του ανθρώπου που πήγε να τον χαϊδέψει.

"Για γατούλης είσαι φλύαρος" σχολίασε ο άνδρας και του χάιδεψε το κεφαλάκι. "Δεν πιστεύω μετά το βοδινό να καταργήσεις και το ψάρι;"

"Ποτέ των ποτών" νιαούρισε ο Χαβιέ και όρμησε στο φαγητό του, με τον φόβο να του το πάρουν. Ώρα ήταν να του μπουν ιδέες.

"Δεν μπορώ να πω, κι εγώ θεωρώ κάπως βάρβαρες τις ταυρομαχίες. Και ότι ένας ταύρος που οδηγείται στην αρένα ακόμα κι αν φανεί πιο ικανός από τον ταυρομάχο θα καταλήξει μερίδες στην τοπική ταβέρνα. Αλλά αφού έτσι είναι τα πράγματα ποιος μπορεί να το αλλάξει, τόσοι τουρίστες έρχονται να δουν το άθλημα".

"Μισό λεπτό, τι εννοείς θα καταλήξεις μερίδες στην ταβέρνα; Ταβέρνα είναι το όνομα του τσίρκου και μερίδα το νούμερο;" νιαούρισε. "Να τελειώσω το φαγάκι μου και θα πάω να τον ρωτήσω".    

Ο Αιρετικός και η Μάγισσα

Στο Μεσαίωνα ένας ευγενής θα δώσει άσυλο στις μαύρες γάτες, που κατηγορούνται για μαγεία. Πριν αποκαλυφθεί κινδυνεύοντας τόσο ο ίδιος όσο και οι φιλοξενούμενές του, θα ζητήσει τη βοήθεια από πέντε γυναίκες που έχοντας κατηγορηθεί για μάγισσες, ζούνε ελεύθερες οργώνοντας τα παγωμένα νερά των θαλασσών της Σκωτίας. 


Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία εδώ 

Πρελούδιο Β' μέρους - Το Όνειρο-


Δεν ξέρω αν εσείς, βλέπετε συχνά το ίδιο όνειρο όταν πέφτετε να ξεκουραστείτε. Σε εμένα συμβαίνει να βλέπω ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο. Βλέπω λέει ότι η Ελιά μεταμορφώνεται σε ψηλό πύργο γεμάτο πόρτες. Πίσω από κάθε πόρτα υπάρχει και ένα δωμάτιο που ανήκει σε κάποιον από τους προγόνους μου. Ανοίγω την πόρτα περιμένοντας να δω τα αγαπημένα αντικείμενα τους. Για παράδειγμα το πουπουλένιο στρώμα, από τα πούπουλα χήνας που νωρίτερα την έχει απολαύσει στο γεύμα του ο Γεράρδος. Πορτρέτα στον τοίχο κρεμασμένα με τη μορφή τους, οικογενειακές φωτογραφίες και φιλμ. Δωράκια από τους ανθρώπους συντρόφους τους. Όμως ανοίγοντας την πόρτα και μπαίνοντας στο δωμάτιο, το μόνο που υπάρχει είναι ομίχλη. Ένα σύννεφο από αναμνήσεις που κατοικούν στο δωμάτιο και σαν σε ταινία βλέπεις όσα έζησαν. Τους ανθρώπους που αγάπησαν, άλλες γάτες που συντρόφευσαν, ακόμη και τους γατέρωτες και τις γατοφιλίες τους.

Για καιρό έμπαινα στο δωμάτιο του Γεράρδου, αυτού του ηρωικού γάτου και άξιου καπετάνιου του πειρατικού, που με τη Λάουρα και τις υπόλοιπες καπετάνισσες όργωνε τις θάλασσες ως τα βαθιά γεράματα! Πάτησε το χώμα ξένων χωρών και άφησε απογόνους με κάμποσες θηλυκές που συναντούσε στα λιμάνια. Ποια θηλυκή ψιψίνα δε θα λαχταρούσε έναν ρωμαλέο γάτο να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει "Ψιτ Ψιψίνα". Ίσως σε κάποιους ακούγεται λίγο σαχλό, μα έχει μεγάλη σημασία ποιος γάτος θα το πει! Κι ο Γεράρδος δεν ήταν ένας τυχαίος γάτος.

Όμως στη μεσημεριανή μου σιέστα εψές, θέλησα να ανοίξω μια άλλη πόρτα. Μόλις μπήκα με υποδέχτηκε ο Χαβιέ ο γάτος, αφού ανταλλάξαμε ένα νεύμα προς χαιρετισμό και αναγνώριση, ο Χαβιέ επέστρεψε μέσα στις ομιχλώδεις αναμνήσεις του και όλα γίνανε καθαρά και εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια μου.  


Ραντεβού το Σεπτέμβρη με νέα ιστορία.

Τι είναι οι διακοπές!

Συμπεράσματα της Έλις για τις διακοπές

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και το πιο κατάλληλο γατί να μιλήσω για διακοπές. Δεν έχω απομακρυνθεί κι από την Αθήνα, στη σύντομη ζωή μου. Αν και κάτι μου λέει ότι θα ταξιδέψω παντού στην Ελλάδα κάποια μέρα και θα έχω την ευκαιρία να καλημερίσω κι άλλες πόλεις. Ήδη φαντάζομαι να λέω «Καλημέρα Ιωάννινα», «Καλημέρα Θεσσαλονίκη» ή «Καλημέρα Λευκάδα», «Καλημέρα Ρόδο» κ.ο.κ.

Η γιαγιά Αντιγόνη που είναι σοφή και που όπου συναντήσει άνθρωπο να διαβάζει, κάθεται και παρατηρεί το εξώφυλλο του βιβλίου που κρατάει, μου ανέφερε Το μόνο της ζωής μου ταξίδιον κάποιου Βιζυηνού. Ένα ταξίδι που έκανε με τη φαντασία του ο άτυχος συγγραφέας. Για την ώρα λοιπόν τέτοια ταξίδια κάνω κι εγώ. Άλλες φορές μέσω των ιστοριών που μου λέει η γιαγιά κι άλλες με τη δική μου φαντασία, έχοντας μια εικόνα για το πώς μπορεί να είναι τα Ιωάννινα, από τις περιγραφές του Λίνκολν. Όμως έχω πληροφορίες και από κάποιες άλλες γάτες, που ναι μεν ζουν σε σπίτι, αλλά κάνουν και τις βόλτες τους ελεύθερα στον δρόμο.

Οι διακοπές λοιπόν είναι, όπως είπε και ο Λίνκολν όταν κάτι διακόπτει τη ρουτίνα σου και συνήθως είναι ευχάριστο. Οι άνθρωποι πρέπει να το αποζητάνε. Είναι σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα. Συχνά οι διακοπές περιλαμβάνουν κι ένα ταξίδι, αλλά επειδή απ' ότι φαίνεται τα ταξίδια πρέπει να κοστίζουν, δυστυχώς δεν είναι σε θέση να πηγαίνουν όλοι να αλλάζουν παραστάσεις. Σημασία έχει η καλή διάθεση, μπορείς να είσαι στην ίδια πόλη και να κάνεις εξορμήσεις . Να ανακαλύπτεις μέρη που δε γνώριζες. Φυσικές ομορφιές. Θεωρώ ότι η Αθήνα έχει πολλές ομορφιές που η καθημερινότητα τις κρατάει κρυμμένες. Αν έχεις λοιπόν το χρόνο επειδή κάνεις παύση από τις υποχρεώσεις σου, αναζήτησέ τες .

Τόσοι και τόσοι τουρίστες έρχονται στην Αθήνα για διακοπές, εμείς που ζούμε σε αυτήν γιατί να την περιφρονούμε. Αλλά όχι μόνο την Αθήνα και άλλες πόλεις. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι μια μαγική πόλη από τις περιγραφές.

Αυτό που έχω να ευχηθώ σε όλους εκεί έξω, είτε κάνουν διακοπές στον τόπο διαμονής τους είτε στον τόπο καταγωγής τους είτε σε άλλο μέρος, βουνό, θάλασσα, πεδιάδα, εσωτερικό ή εξωτερικό είναι να περάσουν όμορφα και να ξεκουραστούν. Να βρουν τον χρόνο να κάνουν τα πράγματα που γεμίζουν τις μπαταρίες τους και να τον μοιραστούν με αγαπημένα τους πρόσωπα. Και κυρίως να ξεκουραστούν για να έχουν μια γεμάτη και δημιουργική χρονιά.

Καλές διακοπές λοιπόν σε όλους και όπως είπε μια καινούργια φίλη μου. Εμείς είμαστε αυτοί που θα τα φτιάξουμε όλα ή θα τα χαλάσουμε όλα.

Υ.Γ.: Για έκθεση δημοτικού καλό ήταν αυτό το κείμενο, μόλις 8 μηνών είμαι. Τι περιμένετε!  

Κάποιοι πάνε Διακοπές 

Κάποιοι πάνε διακοπές - Έλι-

Το ευέλικτο αιλουροειδές κορμί μου πέρασε ανάμεσα από μια συστάδα θάμνων που χρησίμευε ως ένας φυσικός φράχτης, ο οποίος χώριζε τον κήπο του Λίνκολν από τον δρόμο. Ο φίλος μου στεκόταν κοντά στην πόρτα, και γαύγιζε σε όποιον τύχαινε να περνάει απ' έξω. Πήγα στην αυλή αποφασίζοντας να του επιτρέψω να συνεχίσει το χόμπι του κι άρχισα να πλένομαι. Είχα αρχίσει να πεινάω, αλλά στάθηκα τυχερή αφού με πρόσεξε από τη τζαμαρία η αφεντικίνα του και βγήκε να με κεράσει κρύο γάλα. Αφού της έγλειψα το χέρι, απόλαυσα το ρόφημα στο μπολ, ήταν ό,τι έπρεπε με τη ζέστη που είχε. Όταν ο Λίνκολν άκουσε την πόρτα να ανοίγει πίσω του, γύρισε και κοίταξε, αφήνοντας στην ησυχία τους σκύλους και διαβάτες, πλησίασε το μπαλκόνι.

«Καιρό έχεις να φανείς!» σχολίασε.

«Είχα δουλειές.»

«Δηλαδή;»

«Τη μέρα κοιμόμουν, και το απόγευμα έβγαινα βόλτες και για φαγητό. Α, και ένα απόγευμα πήγα σινεμά». Μου είχε εξηγήσει η γιαγιά μου όταν της είπα την ιστορία του Flow και της εξέφρασα την επιθυμία μου να πάω ξανά εκεί και να συναντήσω τον μαύρο γάτο, ότι όσες φορές και να πήγαινα δε θα κατάφερνα να τον συναντήσω και να πιάσω μαζί του κουβέντα.

«Σινεμά! Δεν έχω πάει ποτέ σινεμά» γρύλισε εκείνος λυπημένος. «Πώς είναι;»

«Είναι μια μεγάλη οθόνη που εκεί μέσα υπάρχουν ιστορίες».

«Μεγάλη οθόνη που εκεί μέσα υπάρχουν ιστορίες!» επανέλαβε ο Λίνκολν. «Κάτι μου θυμίζει αυτό. Νομίζω ότι έχω μια ιδέα. Δεν ξέρω βέβαια σε πόσο μεγάλη οθόνη αναφέρεσαι. Τέλος πάντων» με διέκοψε πριν προλάβω να του απαντήσω. «Χάρηκα που ήρθες, πριν φύγω».

«Πού θα πας;»

«Θα πάμε διακοπές».

«Τι είναι οι διακοπές;» ρώτησα αδιάφορη, ξεκινώντας να γλείφω το μπούτι μου.

«Διακοπές είναι όταν διακόπτεις τη ρουτίνα σου, συνήθως περιλαμβάνει και ταξίδι».

«Και ποια είναι η δική σου ρουτίνα;» τον ρώτησα.

«Να γαυγίζω σε όποιον πλησιάζει τον κήπο μας».

«Θα σταματήσεις να γαυγίζεις δηλαδή;»

«Όχι βέβαια, αλλά δε θα γαυγίζω στον κήπο μας, αλλά σε άλλη πόλη. Θα μπούμε στο αυτοκίνητο και θα πάμε στα Γιάννενα».

«Είναι τα Γιάννενα πιο ωραία από την Αθήνα;» ρώτησα δύσπιστα.

«Είναι... διαφορετικά, αρχικά είναι πιο δροσερά, έχει λίμνη...»

«Με ψάρια;»

«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά πιθανόν να έχει και ψάρια. Έχει ένα κάστρο. Έχει πάρκα».

«Δε με νοιάζουν τα κάστρα και τα πάρκα, τέτοια έχουμε κι εδώ. Μίλησε μου για τη λίμνη».

«Εντάξει, η λίμνη έχει νερό».

«Πες μου κάτι που δεν ξέρω».

«Και βαρκούλες που σε πηγαίνουν στο νησάκι του Αλή Πασά».

«Ποιος είναι αυτός;»

«Δεν ξέρω, δεν τον έχω δει, κάθε φορά που πάμε αυτός δεν είναι εκεί. Φαντάζομαι θα είναι κάποιος μαύρος μεγαλοπρεπής σκύλος. Λες να του αρέσουν τα παιχνίδια;»

«Αν είναι σκύλος σίγουρα».

«Μακάρι να τον συναντήσω να παίξουμε».

«Το πιο πιθανό αν τον συναντήσεις να ξεκινήσεις να του γαυγίζεις και να μπλέξετε σε σκυλοκαυγά».

«Μα όχι, αυτός θα είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους σκύλους».

«Ναι, δεν έχει σημασία. Οπότε;»

«Οπότε;»

«Πρέπει να αποχαιρετιστούμε;»

«Ναι, αλλά μη στενοχωριέσαι, θα επιστρέψω στη ρουτίνα μου και θα συναντηθούμε ξανά».

«Ανήκω στη ρουτίνα σου;»

«Μα φυσικά!»

«Καλό μου ακούγεται. Καλό σου ταξίδι λοιπόν Λίνκολν και καλά παιχνίδια με τον Αλή Πασά, περιμένω να μου πεις τα πάντα όταν θα επιστρέψεις για το πώς πέρασες!»

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα ρωτήσω τη γιαγιά να μου πει αν έχει ακουστά τον Αλή Πασά, και φυσικά να μου διηγηθεί μια από τις μαυρογατοϊστορίες της».

«Θα μου την πεις όταν γυρίσω;»

«Μα φυσικά».  

Μάρτυρας πλημμύρας

Το πρώτο μου καλοκαίρι στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο μου καλοκαίρι ούτως ή άλλως, αφού γεννήθηκα την τελευταία μέρα του περασμένου φθινοπώρου. Δεν ξέρω αν σας είπα ότι είμαι Σαββατογεννημένη. Όχι ότι αυτό παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο. Όπως ακούγονται πολλά για τις μαύρες γάτες έτσι ακούγονται και για τους Σαββατογεννημένους.

Αυτό που έχω εισπράξει μέχρι στιγμής από τη σχέση μου με το καλοκαίρι είναι ότι έχει πολλή ζέστη. Γι' αυτό και προσφέρεται για χουζούρι. Ειδικά η μέρα. Ακόμα και η γιαγιά Αντιγόνη, αφού πρώτα κάνει την καθιερωμένη βόλτα της στην ψαραγορά επιστρέφει στην κουφάλα της ελιάς μας για να πάρει τουλάχιστον έναν δεκάωρο υπνάκο. Δροσερή και σκιερή, που θα βρει κάποιος καλύτερο καταφύγιο από τη ζέστη. Το βραδάκι που πέφτει η δροσιά μπορείς να βγεις και να περπατήσεις στην όμορφη πόλη.

Δεν μπορώ να τη συγκρίνω με καμία άλλη, αφού δεν έχω φύγει από την Αθήνα, παρά μόνο ταξιδεύοντας με τη φαντασία μου, μέσω των ιστοριών που μου διηγείται η γιαγιά Αντιγόνη. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Η μοίρα μου, η μάλλον η καλή μου τύχη, με έριξε εδώ και είμαι ικανοποιημένη.

Ένα απόγευμα που κατέβαινα από την Ακρόπολη προς το Θησείο, για να επισκεφτώ τις ταβέρνες και να φάω λίγο κρεατάκι, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά είδα τη φωτογραφία μιας μαύρης γάτας με τεράστια κίτρινα μάτια. Νιώθω μεγάλη συγγένεια με κάθε μαύρη γάτα, άλλωστε με το ένδοξο παρελθόν μας νιώθω σεβασμό και ελπίζω ότι θα μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω κι εγώ κάποια στιγμή στη ζωή μου κάτι σπουδαίο. Και αυτή η αδύνατη γάτα, με τα πεταχτά αυτιά και τα κίτρινα μάτια μου έδινε την εντύπωση ότι για κάποιο λόγο ήταν σημαντική. Και μιας και λατρεύω να ακούω ιστορίες πολύ ήθελα να ακούσω και τη δική της. Αγαπώ τις ιστορίες που η γιαγιά μου η Αντιγόνη μου λέει, αλλά δε θα με πείραζε καθόλου να συναντήσω κάποιον να μου πει απευθείας τη δική του ιστορία. Θα μου άρεσε πολύ να συναντήσω για παράδειγμα τον Γεράρδο και να μου αφηγηθεί κάποιες από τις περιπέτειές του με το πλήρωμα των γυναικών, που είχαν άδικα κατηγορηθεί για μάγισσες. Και ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος είχε συμβάλει στη διάσωσή τους από τους πειρατές. Όταν άκουγα τη γιαγιά να μου αφηγείται την ιστορία του Γεράρδου, είχα αναρωτηθεί αρκετές φορές μήπως τελικά οι γυναίκες εκείνες ήταν όντως μάγισσες, με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο όμως από αυτόν που τις κατηγορούσαν. Οι γυναίκες εκείνες ήταν πολύ έξυπνες και θαρραλέες, μήπως αυτό τις έκανε επικίνδυνες; Μήπως η εξυπνάδα είναι μια μορφή μαγείας σε έναν κόσμο ανόητων; Και για την καλοσύνη δε θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο, όταν υπάρχει τόση κακία και αδιαφορία; Όσο για τις γνώσεις τους.

Όμως δεν είμαι τόσο ανόητη, καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται να συναντήσω ποτέ τον Γεράρδο, δε μας χωρίζει απλά χιλιομετρική απόσταση, αλλά κυρίως χρονική. Εκείνος τώρα θα κάθεται στον θρόνο του στον παράδεισο και θα τρώει σαρδελίτσες. Μπορεί και να μη χρειάζεται να τρώει. Θα ήταν άδικο για τις σαρδελίτσες να τις τρώνε σε κάθε ζωή.

Ας επιστρέψω όμως στο θέμα μου, βλέποντας εκείνη τη γάτα με τα κίτρινα μάτια, μου γεννήθηκε η διάθεση να τη συναντήσω και να ακούσω ό,τι είχε να μου διηγηθεί. Στην αρχή δίστασα μα τελικά μπερδεύτηκα ανάμεσα σε ανθρώπινα πόδια και εισέβαλα σε μια αυλή. Είχε δροσιά εκεί και ήταν στρωμένη με βοτσαλάκια. Απλωμένες υπήρχαν υφασμάτινες καρέκλες αλλά και τραπεζάκια. Ήδη κάποιοι κάθονταν και απολάμβαναν τα δροσερά ποτά τους. Από όσους με πρόσεξαν άλλοι δε μου έδωσαν σημασία, συνεχίζοντας τις κουβέντες τους, ενώ κάποιοι άρχισαν τα ψιτ ψιτ. Προφανώς με είχαν μπερδέψει με τη γάτα της φωτογραφίας. Όμως εγώ είχα μια αποστολή, να τη βρω και να μου πει την ιστορία της. Δεν είχα σκοπό να δώσω σημασία στους σαχλούς ανθρώπους. Πήγαινα δεξιά, πήγαινα αριστερά, αλλά πουθενά η άλλη γάτα.

«Πολύ έξυπνο Θανάση» άκουσα έναν κύριο να σχολιάζει .

«Ποιο πράγμα;» ρώτησε εκείνος.

«Μα που έφερες τη μασκότ του Flow να δει την ταινία!»

«Ωχ» είπε ο άντρας μόλις με πρόσεξε «τι κάνει τούτο εδώ;»

«Θα ήρθε να δει την ταινία».

«Άραγε θα ζητήσει και αυτόγραφο από τον πρωταγωνιστή;» σχολίασε μια κυρία και γέλασαν.

Δεν είναι να τους παίρνεις στα σοβαρά τους ανθρώπους όταν μιλάνε μεταξύ τους, σκέφτηκα και συνέχισα την αναζήτηση.

Ο κύριος που άκουγε στο όνομα Θανάσης έφερε ένα μπολάκι με νερό και το άφησε δίπλα σε ένα πεζούλι, καθώς και λίγους μεζέδες από κρέας. Είπα κι εγώ να αφήσω την αναζήτηση και να πάω προς τέρψη του στομαχιού μου. Έπινα νερό μόλις ένας ήχος μου τράβηξε την προσοχή, σήκωσα το κεφάλι και τότε είδα τον γάτο της φωτογραφίας μέσα σε μια οθόνη που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτή. Άφησα κι εγώ το νερό κι ανέβηκα στο πεζούλι, ο μαύρος γάτος αναπαριστούσε την περιπέτειά του μπροστά στα μάτια μου. Ω, ήταν πολύ καλύτερο από το να μου τη διηγηθεί. Είδα το μέρος που η στάθμη του νερού άρχισε να ανεβαίνει κρύβοντας τη στεριά. Είδα τις επιθέσεις, κρατώντας την ανάσα μου, κάποιων άγριων πουλιών που έμοιαζαν με πελεκάνους ενάντια στον γάτο, και πώς ένα άλλο τον υπερασπίστηκε. Είδα τη φιλία και τη συνεργασία να αναπτύσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά ήδη, τη φροντίδα για την εξασφάλιση της τροφής της παρέας. Ο γάτος, το εξωτικό πουλί, ένα σκυλί που το μυαλό του είχε στα παιχνίδια και έχασαν ένα τόπι στο νερό, έναν λεμούριο που είχε κληρονομήσει τις άσχημες συνήθειες των ανθρώπων, μαζεύοντας άχρηστα πράγματα κι ενός τρωκτικού, που έμοιαζε κάπως με κάστορα, αλλά μάλλον δεν ήταν. Από τους ανθρώπους το μόνο που είδα ήταν οι συνέπειες της συμπεριφοράς και της ανευθυνότητάς τους. Ήταν πολύ ωραία και συγκινητική ταινία. Ειδικά η σχέση του γάτου με τον σκύλο. Μου θύμισε εμένα και τον Λίνκολν. Θα έπρεπε να πάω να συναντήσω τον φίλο μου τις επόμενες ημέρες, κράτησα σημείωση στο μυαλό μου.

Η οθόνη μαύρισε και οι άνθρωποι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους. Μάλλον ο γάτος μαζί με τα άλλα ζώα, έπειτα από τόση κούραση δε θα είχαν διάθεση να τους εκφράσουν τον θαυμασμό τους. Αποφάσισα να φύγω κι εγώ, να γυρίσω λίγο την πόλη, να δεχτώ το φαΐ της ταβέρνας που με φιλοδωρούν οι σερβιτόροι και πιο νωρίς το πρωί να επιστρέψω στην κουφάλα.

Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα είχα να διηγηθώ εγώ μια ιστορία στη γιαγιά μου για μια μαύρη γάτα αυτή τη φορά. Δε θα άφηνα την παραμικρή λεπτομέρεια απέξω, και ύστερα θα την έλεγα και στον Λίνκολν. Άραγε αν την επόμενη φορά τον έπαιρνα μαζί μου θα καθόταν ήσυχος ή θα γαύγιζε όλη την ώρα όταν θα έβλεπε τα σκυλιά και τη γάτα; Άσε καλύτερα να ακούσει τη διήγηση χωρίς εικόνα. Μπαίνοντας στην κουφάλα μου, τεντώθηκα και ξάπλωσα, θα έλεγα αργότερα την ιστορία στη γιαγιά Αντιγόνη, αφού δεν είχε επιστρέψει από τη βόλτα της. Χασμουρήθηκα και έκλεισα τα μάτια μου. Και σας ορκίζομαι ότι είδα στον ύπνο μου ότι σε μια αντίστοιχη πλημμύρα στο καράβι ήμουν εγώ με τον Λίνκολν, κι ήμουν εγώ αυτή τη φορά που βούταγα στο νερό και μας έφερνα ψάρια. 

Η ΓΙΑΓΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ 

"Γιαγιά, πως πήρες το όνομά σου;" θυμάμαι να τη ρωτάω, μικρό γατάκι ακόμα την ώρα που ανάσκελα τέντωνα τα πόδια μου στον αέρα να φτάσω την οροφή της κουφάλας. Την είδα να χαμογελάει.

"Είναι μεγάλη ιστορία" απάντησε.

Έμεινα για λίγο ακίνητη με τα πόδια στον αέρα, ύστερα γύρισα στο πλευρό, κι έπειτα στάθηκα πριν κάτσω στα πίσω πόδια.

"Ξέρεις ότι μου αρέσουν οι ιστορίες και οι μεγάλες ακόμα περισσότερο".

"Αχ Ελίτσα μου!" χαμογέλασε εκείνη. «Όπως γνωρίζεις είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία».

"Γιαγιά, εγώ τι γέννημα θρέμμα είμαι;" απόρησα μιας και πρώτη φορά άκουγα αυτή τη φράση.

"Εσύ Ελίτσα μου είσαι γέννημα σαλονιού, θρέμμα όμως αλωνιού"

"Εντάξει γιαγιά" συμφώνησα και την κοίταξα όλο προσμονή για να μου πει την ιστορία της. Το όνομα είναι μεγάλη ιστορία σε ακολουθεί όσο ζεις, αλλά και μετά όποιος σε νοσταλγεί και σε μνημονεύει με ένα όνομά θα χρειαστεί να το κάνει.

"Όταν γεννήθηκα λοιπόν δεν είχε βρεθεί κανείς να μου δώσει ένα όνομα, ούτε και στα αδέρφια μου. Έμενα μαζί τους και με τη μαμά μας. Μεγαλώνοντας λίγο, και αφού δε χρειαζόταν να είναι η μαμά μας συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας να μας προσέχει, τα αδέρφια μου κι εγώ ξεκινήσαμε τα παιχνίδια και τις βόλτες στην περιοχή. Όπως και σε εσένα μας άρεσε να ανεβαίνουμε στον ιερό βράχο, να νιώθουν οι γατίσιες πατούσες μας το χώμα, μετά έριξαν το τσιμέντο".

"Μα ποιος έριξε τσιμέντο γιαγιά;"

"Κάποιος ανόητος Έλι μου που δε σέβεται τίποτα, που βρισκόμουν όμως πριν με διακόψεις;"

"Στον ιερό βράχο" της θύμισα.

"Εκτός όμως από την Ακρόπολη μας άρεσε να παίζουμε πολύ και στο ωδείο. Μικρά όπως ήμασταν δεν ξέραμε ότι στο ωδείο δίνονταν παραστάσεις και συναυλίες, το αντιλαμβανόμασταν απλά σαν έναν τεράστιο χώρο που προσφερόταν για γατοκυνηγητό και γατοκρυφτό. Ήταν ένα καλοκαιρινό βραδάκι και είπαμε να πάμε να παίξουμε στην αυλή μας, όπως συνηθίζαμε να λέμε το ωδείο. Ξεκινήσαμε όλα μας τρέχοντας με σκοπό να φτάσουμε πρώτα, για να είμαστε ο νικητής. Κάπως έτσι βρέθηκα πρώτη στη σκηνή, όταν άναψε ένα φως και εγώ πάγωσα, ύστερα κοίταξα γύρω μου και είδα ότι η αυλή μας ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που κάθονταν στα μαρμάρινα πεζούλια. Ένα παιδάκι με έδειξε και είπε "Ωχ ένα γατάκι!". Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι ξαφνιάστηκα από τον τόσο κόσμο, όμως πριν προλάβω να αντιδράσω γέμισε και η σκηνή από ανθρώπους και εγώ παγιδεύτηκα σε αυτή. Ζαλισμένη και ανήσυχη πήγαινα αριστερά δεξιά, με φόβο μη με πατήσουν, πολλοί ήταν εκείνοι που με έσπρωξαν στο πλάι με το πόδι τους. Έτσι, θέλοντας και μη βρέθηκα να παίρνω μέρος στο έργο, και μπορώ να παραδεχτώ ότι ίσως είχα κλέψει την παράσταση, αν και κυρίως αυτό που προσπαθούσα να κάνω ήταν να αποφεύγω τα ανθρώπινα πόδια. Τη στιγμή που κοιτάζοντας πίσω μου πήγα να κάνω την αλησμόνητη είσοδο, εμφανίστηκε μια κοπέλα που τη συνόδευε ένας άντρας κι εγώ βρέθηκα στα πόδια της. Χωρίς να διστάσει έσκυψε και με πήρε στα χέρια της, την ώρα που απαντούσε σε έναν εξαγριωμένο άντρα. Θυμάμαι ακόμα ορισμένα από τα λόγια της:

̇και μήτε πίστευα τόση δύναμη πώς να 'χουν τα δικά σου κηρύγματα, ώστ' ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις∙ γιατί όχι σήμερα και χθες, μα αιώνια ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε∙

(…)

Όμως ο Άδης ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.

(…)

Εγώ δεν είμαι για να μοιράζομαι έχθρες, αλλ' αγάπη.[1]

Είχαν οργή τα λεγόμενά της και τα μάτια της πέταγαν φλόγες, όμως την ίδια ώρα Ελίτσα μου το χάδι της ήταν τρυφερό και καθησυχαστικό, ενώ κάθε που με κοίταζε, το βλέμμα της γλύκαινε. Παρέμεινα όσο το δυνατόν πιο ήσυχη, γυρίζοντας το κεφάλι μου μια στο κορίτσι που με κρατούσε και μια στον άντρα που τη μάλωνε, μάλιστα κάποια στιγμή τόλμησα και του νιαούρισα εκνευρισμένη, πράγμα που έκανε τους καθήμενους να γελάσουν, όμως εκείνη έτριψε το πρόσωπό της στη γούνα μου και σώπασα. Άλλωστε ήθελα να καταλάβω γιατί την κατηγορούσαν;

"Μα γιατί την κατηγορούσαν;" ρώτησα και τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα από προσμονή.

"Είναι μεγάλη ιστορία".

"Πάλι τα ίδια θα λέμε γιαγιά; Μ' αρέσουν... "

"...οι μεγάλες ιστορίες, το ξέρω. Όταν ο πατέρας της ο Οιδίποδας έχασε το φως του..."

"Πώς το έχασε;"

"Αυτό Ελίτσα μου δεν είναι απλώς μεγάλη ιστορία, είναι άλλη ιστορία. Όταν λοιπόν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από τον θρόνο του, οι φυσικοί διάδοχοί του ήταν οι δυο γιοι του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν να κυβερνούν το βασίλειο της Θήβας εναλλάξ τον ένα χρόνο ο ένας, τον επόμενο ο άλλος. Μόνο που ο Ετεοκλής λήγοντας ο πρώτος χρόνος βασιλείας του, αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδερφό του για τον επόμενο. Αποτέλεσμα ο Πολυνείκης προσβεβλημένος να φύγει από την πατρίδα του και να κηρύξει πόλεμο στον αδελφό του και κατ' επέκταση στη Θήβα. Τα δυο αδέλφια θα αλληλοσκοτωθούν και ο θείος τους θα ανέβει στον θρόνο μετά τον θάνατό τους, αυτός θα διατάξει να μείνει ο Πολυνείκης άθαφτος ως εχθρός της Θήβας. Αυτό Ελί μου να ξέρεις είναι μεγάλη προσβολή και ύβρης για τον νεκρό. Από τις μεγαλύτερες. Ο Πολυνείκης δεν μπορεί πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Όμως θα το κάνει για εκείνον η αδελφή του η Αντιγόνη, θα υπερασπιστεί και θα παρακούσει τη διαταγή του νέου βασιλιά και θα έρθει σε σύγκρουση με την εξουσία.

Να θυμάσαι γατούλα μου, οι νεκροί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, αλλά συχνά υπάρχουν άνθρωποι που τους αγάπησαν, φέρνουν την αλήθεια στο φως και έπειτα θα ακολουθήσουν κι άλλοι που βλέπουν την αδικία και αντιδρούν, και τότε γίνονται ποτάμια και πνίγουν την αδικία".


[1] Μετάφραση Ι. Γρυπάρη (Αντιγόνη Σοφοκλή)

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ

Αναδύθηκε ανάμεσα από τα συντρίμμια. Η νύχτα φαινόταν ήσυχη. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τα αστέρια. Στη μέση του ουρανού δέσποζε το φεγγάρι. Δεν είχαν ξεκινήσει να πετάνε ακόμη τα βεγγαλικά. Μακάρι να περνούσαν μια νύχτα ήσυχη χωρίς φωτιές στον ουρανό που καρφώνονται απευθείας στην καρδιά και ρημάζουν τον τόπο.

Το μαύρο ψιψίνι σταμάτησε το ρεμβασμό, έπρεπε να ψάξει κάτι να φάει . Ήταν μέρες τώρα που δεν έβρισκε τίποτα να βάλει στο στόμα του. Τα δυο πελώρια μάτια του είχαν μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Η πείνα δεν είναι κάτι που συνηθίζεται. Προχώρησε ανάμεσα στα συντρίμμια που είχε μετατραπεί η πόλη. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τι είχε προκαλέσει όλο αυτό το κακό. Πριν λίγο καιρό ήταν ένα γατάκι που έπαιζε με τα πιτσιρίκια τα απογεύματα. Εκείνα κλωτσούσαν το τόπι και το ψιψίνι έτρεχε δίπλα του, τα συνόδευε σε κάθε τους παιχνίδι. Άλλες φορές απλά άραζε κι άκουγε τις συζητήσεις τους, τα παιδικά τους όνειρα κι έκανε κι εκείνο τα δικά του γατίσια όνειρα.

Τα παιδιά της γειτονιάς το αγαπούσαν και το κανάκευαν. Δεν έπαιζαν μόνο μαζί του, του έδιναν φαγάκι, φρόντιζαν να έχει πάντα το μπολάκι του καθαρό νερό. Μέχρι και σπιτάκι του είχαν φτιάξει από καδρόνια και πρόγκες , που περίσσεψαν από τις εργασίες των γονιών τους.

Όμως μόλις ξεκίνησε ο ουρανός να παίρνει φωτιά, τα παιχνίδια σταμάτησαν. Τα γέλια σίγασαν. Πλέον άκουγε συχνά φωνές και κλάματα που προκαλούσαν πόνους στην καρδιά του. Φαγάκι δεν περίσσευε να του δώσουν και το μπολάκι του είχε αδειάσει από νερό. Κάποια παιδιά, φίλοι του είχαν εξαφανιστεί από τη γειτονιά. Ενώ κι όσα έβγαιναν στο δρόμο φαίνονταν τόσο κουρασμένα κι αποκαρδιωμένα, χωρίς καμία διάθεση για παιχνίδι. Είχε χαθεί κι αυτή μαζί με την ανεμελιά και την αθωότητα της ηλικίας τους.

Οι φωτιές που εμφανίζονται στον ουρανό δεν έκαναν μόνο συντρίμμια την περιοχή. Έκαναν σμπαράλια τη ζωή. Εξαφάνισαν τη χαρά. Πολλοί θα πουν πολλά. Αρέσει στους χορτάτους να ρίχνουν ευθύνες στους πεινασμένους. Αρέσει στους επιτιθέμενους να ρίχνουν την ευθύνη στους αμυνόμενους. Κι αυτός που επιτίθεται είναι ο ισχυρός και ο ισχυρός έχει πάντα φίλους να τον χειροκροτούν, να τον επικροτούν, να θεωρούν δίκαιη την πιο άδικη πράξη του.

Η γούνα του είχε γίνει από μαύρη σταχτή και μύριζε σαν να είχε απλωθεί όλη η τέφρα του τόπου επάνω του. Επάνω σε ένα μικρό, αθώο κορμί που δεν είχε ευθύνες για όσα συνέβαιναν και όμως είχε κριθεί ένοχο. Πότε; Από ποιον; Γιατί; Δεν ήξερε, όμως δεν είχε σημασία. Ο ισχυρός πάντα βρίσκει ένοχους τους ανίσχυρους. Του χαλάνε τη γενική εικόνα, μπορεί να τους δημιουργεί, αλλά δε θέλει να τους βλέπει. Η δυστυχία είναι τόσο μίζερη, δε χρειάζεται να τη μοιραζόμαστε, ας τη βιώνουν μόνο οι κάτοχοί της μακριά από εμάς τους ευτυχισμένους, τους επιτυχημένους, τους άξιους που με τους κόπους μας τόσα και τόσα καταφέραμε. Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι κολλητική η δυστυχία, δυστυχήστε άνθρωποι και γάτες, αλλά μακριά από τους ευτυχισμένους. Δεν χρειάζεται να τους κηλιδώνετε την χαρά. Μη γίνεστε άξεστοι.

Γυρνούσε στη γειτονιά, ψάχνοντας για φαγητό. Κάποιες φορές συναντούσε τους φίλους του, όμως του φαίνονταν ίδιοι και διαφορετικοί. Σαν φαντάσματα του πρότερου εαυτού τους. Κάποιοι ήταν μισεροί. Ποιος το αποφασίζει αυτό; Ποιος αποφασίζει ένα παιδί, ένας άνθρωπος να παύει να είναι πια άρτιος και να χρειάζεται άλλους να προστρέχουν στο πλάι του να τον βοηθούν στις πιο βασικές του ανάγκες; Ποιος αποφασίζει ένα παιδί να είναι στον πόλεμο; Γιατί οι μάχες δεν δίνονται στα πεδία αλλά στις πόλεις με τους άμαχους; (Γιατί να γίνονται πόλεμοι);

Το αραβικό ψιψίνι πεινούσε, όμως πέρα από την πείνα πονούσε κιόλας. Μια φωτιά άστραψε στον ουρανό, σήκωσε το κεφάλι, κι απόψε δε θα ησυχάσουμε, συμπέρανε. Οι άνθρωποι γύρω του έτρεχαν πανικόβλητοι. Στράφηκε και εκείνο να επιστρέψει στη μεριά του, ένα εγκαταλελειμμένο μισογκρεμισμένο σπίτι. Ξάπλωσε στο άνοιγμα και κοίταζε τις φωτιές στον ουρανό κι ονειρευόταν την ειρήνη, ενώ το κορμάκι του γινόταν όλο και πιο κρύο.

Συγγνώμη αν σας στενοχώρησα, όμως ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος λυπητερές ιστορίες. Για γάτες και για ανθρώπους. Πρέπει να τις έχουμε κι αυτές στο νου μας, αν θέλουμε να λεγόμαστε γάτες.

Έλι         

ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ ΜΕ ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ (Λίνκολν 2)

"Πεινάς γλυκούλα;" με ρώτησε η αφεντικίνα του Λίνκολν

"Χμ, όχι ιδιαίτερα, αλλά αν θέλετε να με τρατάρετε κάτι για το καλωσόρισμα, πρώτη φορά στο σπίτι σας… κι ανάλογα με τη λιχουδιά πάντα, δεν θα πω όχι".

"Ωχου, με τόση λογοδιάρροια πρέπει να υποφέρεις από την πείνα εσύ, πανέμορφο μαυρόγατο" δεν πρέπει να σκάμπαζε γρι από τη γατίσια γλώσσα.

"Δεν είπα αυτό, αλλά αν δεν μου αρέσει θα το δώσω να το φάει ο χοντρούλης από εδώ" νιαούρισα.

"Δεν είμαι χοντρούλης, απλά χυμώδης" γαύγισε αντιδρώντας ο Λίνκολν.

"Μην γαυγίζεις Λίνκολν, θα τρομάξεις τη φιλοξενούμενή σου"

"Χα, δε με τρόμαξε ποτέ κανένα κουτάβι" αντιτέθηκα νιαουρίζοντας.

"Δεν είμαι κουτάβι".

"Ναι, καλά".

"Τι ;"

"Δεν είσαι κουτάβι".

"Τι να σου φέρω να φας όμως, που δε θα σπεύσει να στο πάρει από το στόμα αυτό το φαγανό αγόρι;" Αναρωτήθηκε η γυναίκα, τρίβοντας τρυφερά τη χρυσαφί γούνα του Λίνκολν.

"Χυμώδη φίλε, εσένα εννοεί;"

"Συκοφαντίες".

Τελικά μου έφερε λίγο γάλα και για να είναι ασφαλές το γεύμα μου, πέρασε το λουρί πάλι στον Λίνκολν και τον κρατούσε μακριά όσο εγώ απολάμβανα το κέρασμα. Κι ο ανόητος, δεν κατάλαβε ότι του το πέρασε για να τον κρατήσει μακριά από το πιάτο μου και χάρηκε, περιμένοντας δεύτερη βόλτα.

"Τελείωνε!" μου γαύγισε "ήρθε η ώρα να παίξουμε".

"Τι κουτάβι!" απάντησα φέρνοντας μια βόλτα τα μάτια μου μέσα στις κόχες τους. Μόλις τελείωσα με το φαγητό, η αφεντικίνα αποφάσισε να λύσει το λουρί και να μπει μέσα να ασχοληθεί με τα ανθρώπινα, ενώ ο Λίνκολν πλησίασε και μύρισε το πιάτο μου, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος γάλα. Δε φάνηκε πάντως να απογοητεύεται, το μυαλό του το είχε στο παιχνίδι.

"Θες να τρέξουμε;" γαύγισε ευχαριστημένος με την πρόταση του ο Λίνκολν.

"Γιατί σε βγάλανε Λίνκολν;" τον ρώτησα εγώ που είχα μεγάλη όρεξη για κουβέντα μα καμία για τρέξιμο.

"Μα γιατί είναι το όνομά μου. Εσένα πώς σε λένε;"

"Έλι με λένε εμένα, όμως εσύ ξέρεις ποιος ήταν ο Λίνκολν;"

"Πώς δεν ξέρω, τι ανόητη που είσαι, εγώ είμαι φυσικά!"

Για σκύλος και μάλιστα σπιτίσιος, η μόρφωση που είχε ήταν απαράδεκτη.

"Τι θα κάνουμε, θα τρέξουμε;" γαύγισε ανυπόμονα.

"Σκέφτομαι να κάνουμε κάτι καλύτερο".

"Πες, πες, πες" τρία κοφτά γαυγίσματα με έκαναν να τραβηχτώ.

"Ακροβατικά!"

"Δηλαδή;"

"Εσύ θα τρέχεις κι εγώ θα ισορροπώ στη ράχη σου". Ήταν σωματώδης κι εγώ αρκετά μικρόσωμη, ώστε να μπορώ να αράξω όσο εκείνος έτρεχε, αφού αυτό ήθελε. Μια συμφωνία επικερδής και για τους δυο μας. "Τι λες;" τον ρώτησα.

"Και πώς θα σε βλέπω;"

"Δε χρειάζεται να με βλέπεις, σημασία έχει να νιώθεις ότι είμαι κοντά σου. Θα κάτσεις να ανέβω στην πλάτη σου ή να γυρίσω σπίτι μου;"

"Έχεις κι εσύ σπίτι;" με ρώτησε

"Δε θα έχω, τι με πέρασες, άστεγη;"

"Εντάξει" γαύγισε και κάθισε ώστε να ανέβω στην πλάτη του.

"Μην αρχίσεις και καλπάζεις, δεν είσαι άλογο. Θα πηγαίνεις αρχικά περπατώντας κι έπειτα με ελαφρύ τροχάδην, έχουμε τον ίδιο σκοπό.

"Δηλαδή;"

"Να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο στην πλάτη σου. Δεν είσαι ταύρος σε ροντέο να θες να με πετάξεις από πάνω σου. Είσαι ένα ευγενικό και εκλεπτυσμένο ζωντανό".

"Καλά" γαύγισε και άρχισε να περπατάει. Εγώ καμαρωτή καθόμουν στην πλάτη του και απολάμβανα τη βόλτα μου στον όμορφο κήπο. Μπορεί να είχα ολόκληρη την Αθήνα δική μου, αλλά κι ο Λίνκολν είχε ένα κομμάτι παραδείσου να απολαμβάνει. Ώσπου πρόσεξα ότι στην μπαλκονόπορτα η αφεντικίνα του μας κοίταζε, ενώ κρατούσε ένα επίπεδο πράγμα στα χέρια της.

"Τι είναι αυτό;" νιαούρισα στον Λίνκολν. Γύρισε και κοίταξε προς την τζαμένια πόρτα. "Έχω δει κι άλλους να κρατάνε παρόμοια και να τα κοιτάζουν σαν υπνωτισμένοι".

"Ο καλύτερός της φίλος είναι αυτό'' γαύγισε με απαξίωση ο Λίνκολν. "Του μιλάει συχνά, κάποιες φορές βέβαια το μαλώνει κι αυτό μου δίνει μια κάποια ικανοποίηση. Και κάποιες φορές με τραβάει κι εμένα, αποτυπώνει ό,τι κάνω. Μεταξύ μας πιστεύω ότι είναι κατάσκοπος!"

"Κατάσκοπος;" νιαούρισα απορημένη.

"Α ναι, έχω δει να αντιγράφει τα κόλπα μου ένα μικρό σκυλί που υπάρχει εκεί μέσα".

"Χωράει εκεί ένα μικρό σκυλί;" ρώτησα μπερδεμένη.

"Μια χαψιά το κάνεις, μικρότερο κι από ποντίκι. Αντιγράφει τα κόλπα μου και τα μεταφέρει σε τρίτους για να τα αντιγράφουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Δεν τον συμπαθώ καθόλου. Όταν ασχολείται μαζί του, δεν μου δίνει καμία απολύτως σημασία" γαύγισε ενοχλημένος.

"Ώστε έτσι! Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε".

"Δεν κουράστηκα" .

"Κουράστηκα εγώ, ξέρεις τι δύσκολο που είναι να προσπαθείς να ισορροπήσεις πάνω σε μια ράχη αδέξια".

"Δεν είναι αδέξια η ράχη μου".

"Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματα του. Λοιπόν λέω να ρίξω έναν υπνάκο"

"Που;" αναρωτήθηκε γαυγίζοντας ο σκύλος.

"Σε αυτή τη χρυσή φλοκάτη" απάντησα, αρχίζοντας να ζυμώνω μαλακά την χρυσαφένια ράχη του.

"Ας είναι, θα κοιμηθώ κι εγώ" γαύγισε και μάζεψε τα πόδια του κάτω από την κοιλιά του. "Δεν σου φαίνεται, αλλά είσαι βαριά" μου επέστρεψε το σχόλιο για τα κιλά του, που είχα κάνει νωρίτερα.

"Είμαι βαρυκόκκαλη γι' αυτό!" νιαούρισα, ενώ χασμουριόμουν.

"Έτσι λένε όλες οι χοντρούλες".

"Ααα, δεν επιτρέπεται αυτή η λέξη, έχει λογοκριθεί. μέχρι κι από τραγούδι αντικαταστάθηκε" παρατήρησα νιαουρίζοντας, αλλά δεν πρόλαβα να ακούσω την απάντηση, αποκοιμήθηκα στη χρυσαφένια πλάτη του νέου πιο πιστού μου φίλου, του Λίνκολν.       

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΛΙΝΚΟΛΝ (1) 

Την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, μείναμε να αναμετριόμαστε με το βλέμμα. Μόλις έβγαλε τη γλώσσα του κι άρχισε να κάνει λες και έτρεξε μαραθώνιο, διάβασα στα μάτια του ότι παρέμενε ένα παιχνιδιάρικο κουτάβι. Η αλήθεια είναι ότι τα σκυλιά δεν ωριμάζουν ποτέ. Το μυαλό τους το έχουν συνέχεια είτε στο παιχνίδι είτε στο φαγητό. Μα είναι κοινό μυστικό ότι τα σκυλιά είναι λαίμαργα, όσο και να τους δώσεις να φάνε, πρώτα θα σκάσουν και μετά θα σταματήσουν το φαγητό, αλλά πλέον είναι αργά. Δεν ξέρω τι κατοχικό σύνδρομο tα κατατρέχει, αλλά δεν σε τιμάει ένας θάνατος από υπερβολικό φαγητό. Όπως δεν τιμάει και ο θάνατος από την πείνα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν τιμάει εκείνους που σε άφησαν να λιμοκτονήσεις.

Αναρωτήθηκα αν άξιζε να τον γυμνάσω λίγο, παίζοντας κυνηγητό, ήταν μπουλουκάκος το χρυσό Λαμπραντόρ, και πρέπει να παραδεχτώ ότι για σκυλί ήταν αρκετά χαριτωμένο. Το σκυλί έκανε να πλησιάσει προς το μέρος μου, αλλά η συνοδός του τον συγκράτησε από το λουρί του.

"Όχι Λίνκολν, άσ' τη γατούλα".

Γατούλα να πεις τη μάνα σου, σκέφτηκα ενοχλημένη, ενώ ο Λίνκολν κλαψούρισε.

"Θες να σε γρατσουνίσει, σαν την άλλη τις προάλλες, κόντεψε να σε αφήσει τυφλό".

Κατάλαβα, μια δικιά μας επιτέθηκε στον σκύλο. Το πιο πιθανό να μην ήθελε παρτίδες μαζί του. Συνήθως την πληρώνουν τα φιλειρηνικά σκυλιά, εξαιτίας κάποιων φασαριόζων νταήδων. Το ότι τον έλεγαν Λίνκολν και είμαι μια μαύρη γάτα, με έκανε να τον συμπαθήσω. Αρχικά νιαούρισα ως χαιρετισμό σε εκείνον και ο Λίνκολν ούτε γαύγισε ούτε γρύλισε απειλητικά, απλά συνέχισε να λαχανιάζει.

"Άντε ώρα να πάμε σπίτι" είπε η συνοδός του και τον τράβηξε από το λουρί. Έμεινα να τους κοιτάζω να φεύγουν. Ίσως καλύτερα έτσι. Όμως τι θα έχανα αν τους ακολουθούσα, λογικά δε θα έμεναν μακριά. Σκέφτηκα ότι πιο φρόνιμο θα ήταν να μην κάνω τέτοια αποκοτιά. Όμως τι αξίζει η ελευθερία αν δε ζήσεις μια περιπέτεια!

Ήμουν βέβαιη ότι η γιαγιά Αντιγόνη, που επιμένει πόσο φρόνιμη πρέπει να είμαι, θα με μάλωνε, αλλά όπως και να είχε ο κύβος ερρίφθη. η απόφαση είχε παρθεί. Βέβαια το ότι αποφάσισα να ακολουθήσω τον Λινκολν δε σήμαινε ότι δεν ήμουν προσεχτική. Μπορεί να πήγαινα σε αχαρτογράφητα νερά, και το ότι ο Λίνκολν ήταν φιλικός δεν σημαίνει ότι είναι και όλα τα σκυλιά που πιθανώς θα συναντούσα όσο τους είχα πάρει στο κατόπι.

Το σπιτικό του αφεντικού του δεν ήταν και πολύ μακριά, και τι τυχερός που ήταν, είχε κήπο! Η αφεντικίνα έβγαλε το λουρί από τον Λίνκολν και τον άφησε έξω, ενώ εκείνη μπήκε στο σπίτι, αλλά σχεδόν αμέσως βγήκε, φέρνοντας τροφή και γεμίζοντας το πιατάκι του.

Εντάξει, κάθε περπατημένη γάτα γνωρίζει ότι δεν πλησιάζει σκύλο την ώρα του γεύματός του. Όσο φιλικός κι αν είναι. Γιατί καλός ο νέος φίλος, αλλά σαν το φαγητό δεν έχει. Μη θέλοντας να πιστέψει ότι είχα στόχο την τροφή του, παρέμεινα σε απόσταση ασφαλείας και είπα να απολαύσω το μπάνιο μου. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά για την άλλη μισή δεν έχω ακούσει τίποτα, οπότε μάλλον η καθαριότητα είναι η απόλυτη αρχοντιά. Μια ψιψίνα που σέβεται τον εαυτό της φροντίζει η γούνα της να είναι πάντα γυαλιστερή. Με το ένα πόδι να χαιρετάει τον ουρανό και το κεφάλι ανάμεσα στα αχαμνά με ανακάλυψε η αφεντικίνα του.

"Λίνκολν, για δες ποια σε επισκέφτηκε;"

Ο Λίνκολν γαύγισε, έγλειψε ό,τι είχε απομείνει στο πιατάκι του και ήρθε να μας συναντήσει. 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ 

(Έλι 2)

Δεν ξέρω τι συμβαίνει τον τελευταίο καιρό με τους γάτους. Όλο με πλησιάζουν και χώνουν τη μουσούδα τους κάτω από την ουρά μου. Είναι πολύ ενοχλητικό, αλλά δε φαίνεται να το καταλαβαίνουν. Κάποιοι έρχονται έξω από την κουφάλα της ελιάς και κάνουν σαν λύκοι στο σεληνόφως. Η γιαγιά με συμβουλεύει επαναλαμβάνοντας να μην τους δίνω σημασία και κάποιες φορές βγαίνει έξω προσπαθώντας να τους διώξει. Δεν καταλαβαίνω τι θέλουν από εμένα, αλλά κυρίως δε με νοιάζει. Αν έχω κάτι που θέλουν, μόνο με τη συναίνεσή μου θα το πάρουν. Ένα τέτοιο βράδυ, στα μέσα του Μάη και έχοντας κουραστεί από τις γκρίνιες και τα κλάματά τους, αποφάσισα να ανέβω στον ιερό βράχο και να ρομαντζάρω με τον εαυτό μου.

Περπάτησα ανάμεσα στις κολώνες, χαιρέτησα τα πέτρινα κορίτσια. Γαλήνια και έχοντας βρει την ησυχία μου, που εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει ξάπλωσα και χάζευα το σούρουπο. Όμως η ησυχία δεν κράτησε πολύ. Θέλοντας και μη έγινα μάρτυρας ενός συμβάντος. Ένα τεράστιο άυλο παπούτσι εμφανίστηκε στον αττικό ουρανό. Είχαν φτάσει ως τα αυτιά μου φήμες, αλλά πίστευα ότι πήγαιναν αποκλειστικά στον Υμηττό. Το είχε αναφέρει ένα ευυπόληπτο άτομο. Άρχοντας του τόπου, αλλά άλλο να το ακούς και άλλο να το βλέπεις. Ανήσυχη έτρεξα και κρύφτηκα πίσω από μια πέτρινη κοπέλα. Δε θα ήθελα να με πάρουν είδηση, εκείνες είναι στιβαρές, ίσως να μπορούσαν να με προστατεύσουν, αν οι επισκέπτες είχαν κακόβουλες διαθέσεις. Αυτό άλλωστε δεν κάνουν αιώνες, κρατάνε όλο το βάρος ενός πολιτισμού, αρχαίου. Ενός πολιτισμού που κομμάτι κομμάτι χαρίζεται. Ποιος τον χαρίζει, σε ποιον και με ποια ανταλλάγματα αυτά δε θα τα μάθουμε, αλλά αρκετοί τα υποψιάζονται. Ενός πολιτισμού που ξενιτεύτηκε και νέοι Παρθενώνες δεν πρόκειται να χτιστούν ξανά, παρά μόνο να πουληθούν και να εξαγοραστούν.

Το παπούτσι στριφογύριζε, προφανώς έψαχνε να βρει το κατάλληλο μέρος να προσγειωθεί, ώσπου έσβησε και αλλάζοντας μορφή έγινε ένα τρίγωνο. Τι θαύματα ήταν αυτά ούτε μπορούσα να καταλάβω, μα κυρίως δε μου άρεσαν. Αισθητικά πάντως μείωναν την ομορφιά του χώρου στον οποίο βρισκόμουν, ενώ ο βόμβος από μεταλλικά έντομα γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός.

Ρίχνοντας μια ματιά στα πέτρινα μάτια μιας κόρης ένιωσα να παίρνω δύναμη. Με φόβο ψυχής και την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος μου, αποφάσισα να πατάξω τη δειλία μου. Ένα από τα μεταλλικά έντομα έκανε την εμφάνισή του κι εγώ τρέχοντας και δίνοντας σάλτο το γκρέμισα. Αυτό χτυπιόταν στο έδαφος κι εγώ το χτύπαγα με το πόδι μου. Οι άνθρωποι είναι από μόνοι τους ενοχλητικοί, αν και κάποιοι από αυτούς είναι ευγενικοί, βάζουν νερό σε μπολάκια και μας δίνουν τροφή, αυτό μας έλειπε να φτάσει στη γη ένα νέο είδος πιο εξελιγμένο. Ας τους έδειχνα ότι δεν είμαστε και τόσο φιλικοί. Βάραγα με όλη μου τη μανία και στο τέλος κατάφερα να σκοτώσω το μικρό κατασκοπικό τέρας. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν όπως έπρεπε, χωρίς παπούτσια και περίεργα τρίγωνα. Κοίταξα και τα πέτρινα κορίτσια, στο φως της σελήνης φάνηκε να μειδιούν, σαν να ενέκριναν την πράξη μου. Ύστερα ήρεμη, επέστρεψα στη θέση μου και αποκοιμήθηκα, νιώθοντας ικανοποίηση με τον εαυτό μου.

Καληνύχτα Αθήνα, δεν έχουν πεθάνει ούτε ξενιτευτεί όλες οι κόρες και οι κούροι σου.

Ίσως ήρθε η στιγμή να προστατέψεις όσα κληρονόμησες, αλλά να ρίξεις και τα σχέδια για νέους Παρθενώνες.      

Έλι - Ποια είναι η Έλι;- 

Καλημέρα Αθήνα! Ξυπνάω και όπως τεντώνομαι στην κουφάλα του δέντρου που είναι το σπίτι μου εδώ και αρκετό καιρό, αντιλαμβάνομαι ότι η γιαγιά Αντιγόνη λείπει. Η γιαγιούλα μου είναι μεγάλη πορτογύρο, Θα ξεκίνησε τις πρωινές της επισκέψεις στην ψαραγορά. "Όταν σηκώνεσαι νωρίς παίρνεις τους καλύτερους μεζέδες" δεν ξεχνάει να επαναλαμβάνει. Σωστά τα λέει η γιαγιά μου, αλλά απολαμβάνω τόσο πολύ τον ύπνο. Είναι η ομορφότερη εφεύρεση των έμβιων όντων. Και δεν κρύβω πως το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο πειρατικό με τον Γεράρδο. Ο πρόγονός μου αποδείχτηκε μεγάλος καπετάνιος. Πέρασε τη ζωή του στη θάλασσα, απ' όταν μπήκε στο πλοίο δε θέλησε να βγει ξανά. Και στη μάχη ήταν πρώτος. Μια ματιά να του έριχναν οι πειρατές, το βλοσυρό του ύφος τους έκανε να βάζουν τις φωνές και να τρέπονται σε φυγή. Πολυταξιδεμένος ο Γεράρδος. Θα ήθελα κι εγώ να ταξιδέψω, για την ώρα τριγυρνάω στα σοκάκια της Αθήνας, που τη γνωρίζω σαν την πατούσα μου. Σε σύγκριση με τα αδέλφια μου έχω δει με βεβαιότητα περισσότερα μέρη. Το καλύτερο είναι ότι έχω την άνεση να ανεβαίνω όποτε θέλω στον ιερό βράχο. Κι ενώ οι άνθρωποι κάνουν ουρές, περιμένοντας ποιος ξέρει τι, εγώ περνάω ανάμεσα στα πόδια τους και κανείς δε με ενοχλεί. Φαίνεται ότι είμαι το ίδιο απειλητική με τον Γεράρδο. Αν και προτιμώ να ανεβαίνω όταν δεν έχει πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι κάνουν απελπιστικά πολλή φασαρία, κι εγώ αγαπώ την ησυχία. Να κοιτάζω τον ήλιο να δύει ή και να ανατέλλει και να βάφει με τα χρώματα του τους κίονες άλλες φορές πορτοκαλί και κίτρινους και άλλες μωβ ή ροζ πριν το σκοτάδι απλώσει το πέπλο του πάνω στην Αθήνα μου!

Αν και πρέπει να παραδεχτώ όtι προτιμούσα όταν είχε χώμα αντί για τσιμέντο. Ήταν πιο όμορφα, πιο φυσικό το τοπίο, αλλά είπαμε οι άνθρωποι δεν είναι και το πιο έξυπνο είδος στον πλανήτη. Μα ποιος ανόητος σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη! Πώς το σκέφτηκε; Γιατί το έκανε και κυρίως γιατί δε βρέθηκε κάποιος να του πει "όχι, μην το κάνεις", αχ άνθρωποι, αυτοί οι άγνωστοι! Έχω περπατήσει ανάμεσα στους κίονες και τις προάλλες κοιμήθηκα εκεί! Με ξύπνησαn όμως οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έμεινα για λίγο να χαζεύω την Αθήνα να ξυπνάει και έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω στην κουφάλα της ελιάς, να συνεχίσω εκεί τον ύπνο μου. Βέβαια με περίμενε η γιαγιά Αντιγόνη και με κατσάδιασε που έλειπα όλη τη νύχτα. Φοβάται ότι θα κρυώσω κι ας έχουν αρχίσει να σφίγγουν οι ζέστες. Γιαγιάδες, τι να πεις, ανησυχούν με το τίποτα και εμείς τις αγαπάμε!

Η γιαγιά Αντιγόνη δεν είναι η πραγματική μου γιαγιά, είναι όμως αυτή που με πήρε μικρό γατάκι και με έκανε μεγάλη γάτα, από όταν με περιμάζεψε μένω μαζί της στην κουφάλα του δέντρου.

Η μητέρα μου είναι μια πανέμορφη λευκή γάτα με γούνα, είδα μια μέρα μια παρόμοια σε μια βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών, αλλά εκείνη ήταν λούτρινη και δεν ήταν ζωντανή, ευτυχώς μου το ξεκαθάρισαν, αλλιώς θα έψαχνα τρόπο να την ελευθερώσω, και θα ήταν μάταιος κόπος αν δεν μπορούσε να με ακολουθήσει στις βόλτες μου.

Αν και η μητέρα μου είναι αριστοκράτισσα, φάνηκε να προτιμάει τους άξεστους αλητόγατους. Μια τέτοια μαύρη αλητόγατα είναι ο μπαμπάς μου. Αφού συναντήθηκαν μια φορά που η μαμά μου το είχε σκάσει, γέννησε έξι γατάκια, τα πέντε ήταν όμορφα και φτυστά με εκείνη και το ένα, ήταν ένα ασχημόγατο μαύρο, εγώ. Το μόνο που πήρα από τη μητέρα μου είναι το χρώμα από το ένα της μάτι, το δεξιό. Το άλλο το πήρα από τον πατέρα μου, υποθέτω.

Η μαμά μου αν και της αρέσουν οι αλητόγατοι είναι από σπίτι με τζάκι. Κι έτσι όμορφη και αφράτη που ήταν, σαν χινονιφάδα, οι φιλοξενούμενοί της αποφάσισαν να μην τη στειρώσουν, πριν κάνει απογόνους όμορφους σαν την ίδια. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν προτιμότερο να διαιωνίσει το είδος με έναν γάτο από τζάκι, και της τον έφεραν να της τον γνωρίσουν, μόνο που εκείνος αποδείχτηκε άξεστος. Τελικά σαλόνι και τρόποι δεν πηγαίνουν αναγκαστικά χεράκι χεράκι. Ήταν τόσο ξιπασμένος που η μαμά δεν τον συμπάθησε καθόλου, όχι να φέρει και τα παιδιά του στον κόσμο. Εκείνος προσπαθούσε να τη στριμώξει και εκείνη τον χτύπαγε. Τελικά το έσκασε απηυδισμένη από μια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Και κάπως έτσι συνάντησε τον πατέρα μου. Ως ρεμάλι εκείνος ήξερε πως να γοητεύσει μια ψιψίνα της καλής κοινωνίας. Λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκα εγώ και τα πέντε καρμποναριστά με τη μητέρα μας αδέλφια μου. Πολύς κόσμος παρέλασε από το σπίτι και εκείνα βρήκαν όλα σπιτικό, όμως η καλή μου μοίρα επιφύλαξε σε εμένα να είμαι ελεύθερη. Η αλήθεια είναι ότι με πείραζε όταν με κατηγορούσαν για γρουσούζα και ότι προκαλώ κακή τύχη. Θυμάμαι τη μαμά μου να τυλίγει προστατευτικά τα μπροστά της πόδια γύρω μου και να με γλύφει για παρηγοριά, αλλά τελικά λίγες ημέρες μετά βρέθηκα μόνη μου στους πέντε δρόμους. Άντε τώρα μικρό γατί να καταλάβεις ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις και κυρίως όταν είναι πέντε. Ήμουν πολύ μικρή για να εκτιμήσω τις πολλές επιλογές τότε.

Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, άκουσε τα απεγνωσμένα μου νιαουριτά που καλούσαν τη μαμά μου να έρθει να με ταΐσει η γιαγιά μου η Αντιγόνη και ήρθε και με περιμάζεψε. Με έπιασε από το σβέρκο και με τοποθέτησε στην κουφάλα της ελιάς, όπου με κράτησε ζεστή. Γαλατάκι μου έδιναν με το μπιμπερό κάτι παιδιά της γειτονιάς που δεν τους τρόμαζε το χρώμα μου, κι έτσι μεγάλωσα.

Πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, και μάλιστα πιο τυχερό από τα αδέλφια μου! Μπορεί εκείνα να έχουν σπίτι και λιχουδιές, όμως δεν έχουν την τύχη να βλέπουν το ηλιοβασίλεμα από την Ακρόπολη. Δε θα περπατήσουν στους δρόμους της Πλάκας, δε θα γευτούν νοστιμιές από τις ταβέρνες και δε θα μάθουν την ιστορία των προγόνων μας, από την πλευρά του μπαμπά. Γι' αυτό κάθε πρωί, συχνά περασμένες δώδεκα, βγαίνω από την κουφάλα της ελιάς μου και βροντοφωνάζω : Καλημέρα Αθήνα, καλημέρα πόλη μου! Με τα καλά σου και τα κακά σου, με τις ομορφιές σου και τις ασχήμιες σου!

Υ.Γ.: Μα ποιος στην ευχή σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη;   

Ο Αιρετικός & Η Μάγισσα

-Διαβάστε ολοκληρωμένη την πρώτη ιστορία της Έλις- 

Στο Μεσαίωνα ένας ευγενής θα δώσει άσυλο στις μαύρες γάτες, που κατηγορούνται για μαγεία. Πριν αποκαλυφθεί κινδυνεύοντας τόσο ο ίδιος όσο και οι φιλοξενούμενές του, θα ζητήσει τη βοήθεια από πέντε γυναίκες που έχοντας κατηγορηθεί για μάγισσες, ζούνε ελεύθερες οργώνοντας τα παγωμένα νερά των θαλασσών της Σκωτίας.


Πατήστε πάνω στον τίτλο της ιστορίας και μεταβείτε στη σελίδα : "Ο Αιρετικός και η Μάγισσα", για να διαβάσετε ολοκληρωμένη την πρώτη ιστορία. 

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε