
Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου
Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου...
Η Έλι είναι μια μαύρη γάτα, που ζει στην κουφάλα ενός λιόδεντρου μαζί με τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Η Έλι έχει πάρει το όνομά της από το υπεραιωνόβιο αυτό δέντρο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παρθενώνα. Κυκλοφορεί στα σοκάκια της πλάκας, ταΐζεται από τα ταβερνεία της περιοχής, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης όταν δεν έχει κόσμο. Εσείς, έχετε δει τον ήλιο να ανατέλλει, από το βράχο του Παρθενώνα; Η Έλι έχει πολλές ιστορίες να σας διηγηθεί, από τη δική της ζωή αλλά και από τις εφτά ζωές πολλών άλλων μαυρόγατων.

Η ΓΙΑΓΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ
"Γιαγιά, πως πήρες το όνομά σου;" θυμάμαι να τη ρωτάω, μικρό γατάκια ακόμα την ώρα που ανάσκελα τέντωνα τα πόδια μου στον αέρα να φτάσω την οροφή της κουφάλας. Την είδα να χαμογελάει.
"Είναι μεγάλη ιστορία" απάντησε.
Έμεινα για λίγο ακίνητη με τα πόδια στον αέρα, ύστερα γύρισα στο πλευρό, κι έπειτα στάθηκα πριν κάτσω στα πίσω πόδια.
"Ξέρεις ότι μου αρέσουν οι ιστορίες και οι μεγάλες ακόμα περισσότερο".
"Αχ Ελίτσα μου!" χαμογέλασε εκείνη. «Όπως γνωρίζεις είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία».
"Γιαγιά, εγώ τι γέννημα θρέμμα είμαι;" απόρησα μιας και πρώτη φορά άκουγα αυτή τη φράση.
"Εσύ Ελίτσα μου είσαι γέννημα σαλονιού, θρέμμα όμως αλωνιού"
"Εντάξει γιαγιά" συμφώνησα και την κοίταξα όλο προσμονή για να μου πει την ιστορία της. Το όνομα είναι μεγάλη ιστορία σε ακολουθεί όσο ζεις, αλλά και μετά όποιος σε νοσταλγεί και σε μνημονεύει με ένα όνομά θα χρειαστεί να το κάνει.
"Όταν γεννήθηκα λοιπόν δεν είχε βρεθεί κανείς να μου δώσει ένα όνομα, ούτε και στα αδέρφια μου. Έμενα μαζί τους και με τη μαμά μας. Μεγαλώνοντας λίγο, και αφού δε χρειαζόταν να είναι η μαμά μας συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας να μας προσέχει, τα αδέρφια μου κι εγώ ξεκινήσαμε τα παιχνίδια και τις βόλτες στην περιοχή. Όπως και σε εσένα μας άρεσε να ανεβαίνουμε στον ιερό βράχο, να νιώθουν οι γατίσιες πατούσες μας το χώμα, μετά έριξαν το τσιμέντο".
"Μα ποιος έριξε τσιμέντο γιαγιά;"
"Κάποιος ανόητος Έλι μου που δε σέβεται τίποτα, που βρισκόμουν όμως πριν με διακόψεις;"
"Στον ιερό βράχο" της θύμισα.
"Εκτός όμως από την Ακρόπολη μας άρεσε να παίζουμε πολύ και στο ωδείο. Μικρά όπως ήμασταν δεν ξέραμε ότι στο ωδείο δίνονταν παραστάσεις και συναυλίες, το αντιλαμβανόμασταν απλά σαν έναν τεράστιο χώρο που προσφερόταν για γατοκυνηγητό και γατοκρυφτό. Ήταν ένα καλοκαιρινό βραδάκι και είπαμε να πάμε να παίξουμε στην αυλή μας, όπως συνηθίζαμε να λέμε το ωδείο. Ξεκινήσαμε όλα μας τρέχοντας με σκοπό να φτάσουμε πρώτα, για να είμαστε ο νικητής. Κάπως έτσι βρέθηκα πρώτη στη σκηνή, όταν άναψε ένα φως και εγώ πάγωσα, ύστερα κοίταξα γύρω μου και είδα ότι η αυλή μας ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που κάθονταν στα μαρμάρινα πεζούλια. Ένα παιδάκι με έδειξε και είπε "Ωχ ένα γατάκι!". Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι ξαφνιάστηκα από τον τόσο κόσμο, όμως πριν προλάβω να αντιδράσω γέμισε και η σκηνή από ανθρώπους και εγώ παγιδεύτηκα σε αυτή. Ζαλισμένη και ανήσυχη πήγαινα αριστερά δεξιά, με φόβο μη με πατήσουν, πολλοί ήταν εκείνοι που με έσπρωξαν στο πλάι με το πόδι τους. Έτσι, θέλοντας και μη βρέθηκα να παίρνω μέρος στο έργο, και μπορώ να παραδεχτώ ότι ίσως είχα κλέψει την παράσταση, αν και κυρίως αυτό που προσπαθούσα να κάνω ήταν να αποφεύγω τα ανθρώπινα πόδια. Τη στιγμή που κοιτάζοντας πίσω μου πήγα να κάνω την αλησμόνητη είσοδο, εμφανίστηκε μια κοπέλα που τη συνόδευε ένας άντρας κι εγώ βρέθηκα στα πόδια της. Χωρίς να διστάσει έσκυψε και με πήρε στα χέρια της, την ώρα που απαντούσε σε έναν εξαγριωμένο άντρα. Θυμάμαι ακόμα ορισμένα από τα λόγια της:
̇και μήτε πίστευα τόση δύναμη πώς να 'χουν τα δικά σου κηρύγματα, ώστ' ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις∙ γιατί όχι σήμερα και χθες, μα αιώνια ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε∙
(…)
Όμως ο Άδης ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.
(…)
Εγώ δεν είμαι για να μοιράζομαι έχθρες, αλλ' αγάπη.[1]
Είχαν οργή τα λεγόμενά της και τα μάτια της πέταγαν φλόγες, όμως την ίδια ώρα Ελίτσα μου το χάδι της ήταν τρυφερό και καθησυχαστικό, ενώ κάθε που με κοίταζε, το βλέμμα της γλύκαινε. Παρέμεινα όσο το δυνατόν πιο ήσυχη, γυρίζοντας το κεφάλι μου μια στο κορίτσι που με κρατούσε και μια στον άντρα που τη μάλωνε, μάλιστα κάποια στιγμή τόλμησα και του νιαούρισα εκνευρισμένη, πράγμα που έκανε τους καθήμενους να γελάσουν, όμως εκείνη έτριψε το πρόσωπό της στη γούνα μου και σώπασα. Άλλωστε ήθελα να καταλάβω γιατί την κατηγορούσαν;
"Μα γιατί την κατηγορούσαν;" ρώτησα και τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα από προσμονή.
"Είναι μεγάλη ιστορία".
"Πάλι τα ίδια θα λέμε γιαγιά; Μ' αρέσουν... "
"...οι μεγάλες ιστορίες, το ξέρω. Όταν ο πατέρας της ο Οιδίποδας έχασε το φως του..."
"Πώς το έχασε;"
"Αυτό Ελίτσα μου δεν είναι απλώς μεγάλη ιστορία, είναι άλλη ιστορία. Όταν λοιπόν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από τον θρόνο του, οι φυσικοί διάδοχοί του ήταν οι δυο γιοι του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν να κυβερνούν το βασίλειο της Θήβας εναλλάξ τον ένα χρόνο ο ένας, τον επόμενο ο άλλος. Μόνο που ο Ετεοκλής λήγοντας ο πρώτος χρόνος βασιλείας του, αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδερφό του για τον επόμενο. Αποτέλεσμα ο Πολυνείκης προσβεβλημένος να φύγει από την πατρίδα του και να κηρύξει πόλεμο στον αδελφό του και κατ' επέκταση στη Θήβα. Τα δυο αδέλφια θα αλληλοσκοτωθούν και ο θείος τους θα ανέβει στον θρόνο μετά τον θάνατό τους, αυτός θα διατάξει να μείνει ο Πολυνείκης άθαφτος ως εχθρός της Θήβας. Αυτό Ελί μου να ξέρεις είναι μεγάλη προσβολή και ύβρης για τον νεκρό. Από τις μεγαλύτερες. Ο Πολυνείκης δεν μπορεί πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Όμως θα το κάνει για εκείνον η αδελφή του η Αντιγόνη, θα υπερασπιστεί και θα παρακούσει τη διαταγή του νέου βασιλιά και θα έρθει σε σύγκρουση με την εξουσία.
Να θυμάσαι γατούλα μου, οι νεκροί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, αλλά συχνά υπάρχουν άνθρωποι που τους αγάπησαν, φέρνουν την αλήθεια στο φως και έπειτα θα ακολουθήσουν κι άλλοι που βλέπουν την αδικία και αντιδρούν, και τότε γίνονται ποτάμια και πνίγουν την αδικία".
[1] Μετάφραση Ι. Γρυπάρη (Αντιγόνη Σοφοκλή)

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ
Αναδύθηκε ανάμεσα από τα συντρίμμια. Η νύχτα φαινόταν ήσυχη. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τα αστέρια. Στη μέση του ουρανού δέσποζε το φεγγάρι. Δεν είχαν ξεκινήσει να πετάνε ακόμη τα βεγγαλικά. Μακάρι να περνούσαν μια νύχτα ήσυχη χωρίς φωτιές στον ουρανό που καρφώνονται απευθείας στην καρδιά και ρημάζουν τον τόπο.
Το μαύρο ψιψίνι σταμάτησε το ρεμβασμό, έπρεπε να ψάξει κάτι να φάει . Ήταν μέρες τώρα που δεν έβρισκε τίποτα να βάλει στο στόμα του. Τα δυο πελώρια μάτια του είχαν μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Η πείνα δεν είναι κάτι που συνηθίζεται. Προχώρησε ανάμεσα στα συντρίμμια που είχε μετατραπεί η πόλη. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τι είχε προκαλέσει όλο αυτό το κακό. Πριν λίγο καιρό ήταν ένα γατάκι που έπαιζε με τα πιτσιρίκια τα απογεύματα. Εκείνα κλωτσούσαν το τόπι και το ψιψίνι έτρεχε δίπλα του, τα συνόδευε σε κάθε τους παιχνίδι. Άλλες φορές απλά άραζε κι άκουγε τις συζητήσεις τους, τα παιδικά τους όνειρα κι έκανε κι εκείνο τα δικά του γατίσια όνειρα.
Τα παιδιά της γειτονιάς το αγαπούσαν και το κανάκευαν. Δεν έπαιζαν μόνο μαζί του, του έδιναν φαγάκι, φρόντιζαν να έχει πάντα το μπολάκι του καθαρό νερό. Μέχρι και σπιτάκι του είχαν φτιάξει από καδρόνια και πρόγκες , που περίσσεψαν από τις εργασίες των γονιών τους.
Όμως μόλις ξεκίνησε ο ουρανός να παίρνει φωτιά, τα παιχνίδια σταμάτησαν. Τα γέλια σίγασαν. Πλέον άκουγε συχνά φωνές και κλάματα που προκαλούσαν πόνους στην καρδιά του. Φαγάκι δεν περίσσευε να του δώσουν και το μπολάκι του είχε αδειάσει από νερό. Κάποια παιδιά, φίλοι του είχαν εξαφανιστεί από τη γειτονιά. Ενώ κι όσα έβγαιναν στο δρόμο φαίνονταν τόσο κουρασμένα κι αποκαρδιωμένα, χωρίς καμία διάθεση για παιχνίδι. Είχε χαθεί κι αυτή μαζί με την ανεμελιά και την αθωότητα της ηλικίας τους.
Οι φωτιές που εμφανίζονται στον ουρανό δεν έκαναν μόνο συντρίμμια την περιοχή. Έκαναν σμπαράλια τη ζωή. Εξαφάνισαν τη χαρά. Πολλοί θα πουν πολλά. Αρέσει στους χορτάτους να ρίχνουν ευθύνες στους πεινασμένους. Αρέσει στους επιτιθέμενους να ρίχνουν την ευθύνη στους αμυνόμενους. Κι αυτός που επιτίθεται είναι ο ισχυρός και ο ισχυρός έχει πάντα φίλους να τον χειροκροτούν, να τον επικροτούν, να θεωρούν δίκαιη την πιο άδικη πράξη του.
Η γούνα του είχε γίνει από μαύρη σταχτή και μύριζε σαν να είχε απλωθεί όλη η τέφρα του τόπου επάνω του. Επάνω σε ένα μικρό, αθώο κορμί που δεν είχε ευθύνες για όσα συνέβαιναν και όμως είχε κριθεί ένοχο. Πότε; Από ποιον; Γιατί; Δεν ήξερε, όμως δεν είχε σημασία. Ο ισχυρός πάντα βρίσκει ένοχους τους ανίσχυρους. Του χαλάνε τη γενική εικόνα, μπορεί να τους δημιουργεί, αλλά δε θέλει να τους βλέπει. Η δυστυχία είναι τόσο μίζερη, δε χρειάζεται να τη μοιραζόμαστε, ας τη βιώνουν μόνο οι κάτοχοί της μακριά από εμάς τους ευτυχισμένους, τους επιτυχημένους, τους άξιους που με τους κόπους μας τόσα και τόσα καταφέραμε. Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι κολλητική η δυστυχία, δυστυχήστε άνθρωποι και γάτες, αλλά μακριά από τους ευτυχισμένους. Δεν χρειάζεται να τους κηλιδώνετε την χαρά. Μη γίνεστε άξεστοι.
Γυρνούσε στη γειτονιά, ψάχνοντας για φαγητό. Κάποιες φορές συναντούσε τους φίλους του, όμως του φαίνονταν ίδιοι και διαφορετικοί. Σαν φαντάσματα του πρότερου εαυτού τους. Κάποιοι ήταν μισεροί. Ποιος το αποφασίζει αυτό; Ποιος αποφασίζει ένα παιδί, ένας άνθρωπος να παύει να είναι πια άρτιος και να χρειάζεται άλλους να προστρέχουν στο πλάι του να τον βοηθούν στις πιο βασικές του ανάγκες; Ποιος αποφασίζει ένα παιδί να είναι στον πόλεμο; Γιατί οι μάχες δεν δίνονται στα πεδία αλλά στις πόλεις με τους άμαχους; (Γιατί να γίνονται πόλεμοι);
Το αραβικό ψιψίνι πεινούσε, όμως πέρα από την πείνα πονούσε κιόλας. Μια φωτιά άστραψε στον ουρανό, σήκωσε το κεφάλι, κι απόψε δε θα ησυχάσουμε, συμπέρανε. Οι άνθρωποι γύρω του έτρεχαν πανικόβλητοι. Στράφηκε και εκείνο να επιστρέψει στη μεριά του, ένα εγκαταλελειμμένο μισογκρεμισμένο σπίτι. Ξάπλωσε στο άνοιγμα και κοίταζε τις φωτιές στον ουρανό κι ονειρευόταν την ειρήνη, ενώ το κορμάκι του γινόταν όλο και πιο κρύο.
Συγγνώμη αν σας στενοχώρησα, όμως ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος λυπητερές ιστορίες. Για γάτες και για ανθρώπους. Πρέπει να τις έχουμε κι αυτές στο νου μας, αν θέλουμε να λεγόμαστε γάτες.
Έλι

ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ ΜΕ ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ (Λίνκολν 2)
"Πεινάς γλυκούλα;" με ρώτησε η αφεντικίνα του Λίνκολν
"Χμ, όχι ιδιαίτερα, αλλά αν θέλετε να με τρατάρετε κάτι για το καλωσόρισμα, πρώτη φορά στο σπίτι σας… κι ανάλογα με τη λιχουδιά πάντα, δεν θα πω όχι".
"Ωχου, με τόση λογοδιάρροια πρέπει να υποφέρεις από την πείνα εσύ, πανέμορφο μαυρόγατο" δεν πρέπει να σκάμπαζε γρι από τη γατίσια γλώσσα.
"Δεν είπα αυτό, αλλά αν δεν μου αρέσει θα το δώσω να το φάει ο χοντρούλης από εδώ" νιαούρισα.
"Δεν είμαι χοντρούλης, απλά χυμώδης" γαύγισε αντιδρώντας ο Λίνκολν.
"Μην γαυγίζεις Λίνκολν, θα τρομάξεις τη φιλοξενούμενή σου"
"Χα, δε με τρόμαξε ποτέ κανένα κουτάβι" αντιτέθηκα νιαουρίζοντας.
"Δεν είμαι κουτάβι".
"Ναι, καλά".
"Τι ;"
"Δεν είσαι κουτάβι".
"Τι να σου φέρω να φας όμως, που δε θα σπεύσει να στο πάρει από το στόμα αυτό το φαγανό αγόρι;" Αναρωτήθηκε η γυναίκα, τρίβοντας τρυφερά τη χρυσαφί γούνα του Λίνκολν.
"Χυμώδη φίλε, εσένα εννοεί;"
"Συκοφαντίες".
Τελικά μου έφερε λίγο γάλα και για να είναι ασφαλές το γεύμα μου, πέρασε το λουρί πάλι στον Λίνκολν και τον κρατούσε μακριά όσο εγώ απολάμβανα το κέρασμα. Κι ο ανόητος, δεν κατάλαβε ότι του το πέρασε για να τον κρατήσει μακριά από το πιάτο μου και χάρηκε, περιμένοντας δεύτερη βόλτα.
"Τελείωνε!" μου γαύγισε "ήρθε η ώρα να παίξουμε".
"Τι κουτάβι!" απάντησα φέρνοντας μια βόλτα τα μάτια μου μέσα στις κόχες τους. Μόλις τελείωσα με το φαγητό, η αφεντικίνα αποφάσισε να λύσει το λουρί και να μπει μέσα να ασχοληθεί με τα ανθρώπινα, ενώ ο Λίνκολν πλησίασε και μύρισε το πιάτο μου, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος γάλα. Δε φάνηκε πάντως να απογοητεύεται, το μυαλό του το είχε στο παιχνίδι.
"Θες να τρέξουμε;" γαύγισε ευχαριστημένος με την πρόταση του ο Λίνκολν.
"Γιατί σε βγάλανε Λίνκολν;" τον ρώτησα εγώ που είχα μεγάλη όρεξη για κουβέντα μα καμία για τρέξιμο.
"Μα γιατί είναι το όνομά μου. Εσένα πώς σε λένε;"
"Έλι με λένε εμένα, όμως εσύ ξέρεις ποιος ήταν ο Λίνκολν;"
"Πώς δεν ξέρω, τι ανόητη που είσαι, εγώ είμαι φυσικά!"
Για σκύλος και μάλιστα σπιτίσιος, η μόρφωση που είχε ήταν απαράδεκτη.
"Τι θα κάνουμε, θα τρέξουμε;" γαύγισε ανυπόμονα.
"Σκέφτομαι να κάνουμε κάτι καλύτερο".
"Πες, πες, πες" τρία κοφτά γαυγίσματα με έκαναν να τραβηχτώ.
"Ακροβατικά!"
"Δηλαδή;"
"Εσύ θα τρέχεις κι εγώ θα ισορροπώ στη ράχη σου". Ήταν σωματώδης κι εγώ αρκετά μικρόσωμη, ώστε να μπορώ να αράξω όσο εκείνος έτρεχε, αφού αυτό ήθελε. Μια συμφωνία επικερδής και για τους δυο μας. "Τι λες;" τον ρώτησα.
"Και πώς θα σε βλέπω;"
"Δε χρειάζεται να με βλέπεις, σημασία έχει να νιώθεις ότι είμαι κοντά σου. Θα κάτσεις να ανέβω στην πλάτη σου ή να γυρίσω σπίτι μου;"
"Έχεις κι εσύ σπίτι;" με ρώτησε
"Δε θα έχω, τι με πέρασες, άστεγη;"
"Εντάξει" γαύγισε και κάθισε ώστε να ανέβω στην πλάτη του.
"Μην αρχίσεις και καλπάζεις, δεν είσαι άλογο. Θα πηγαίνεις αρχικά περπατώντας κι έπειτα με ελαφρύ τροχάδην, έχουμε τον ίδιο σκοπό.
"Δηλαδή;"
"Να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο στην πλάτη σου. Δεν είσαι ταύρος σε ροντέο να θες να με πετάξεις από πάνω σου. Είσαι ένα ευγενικό και εκλεπτυσμένο ζωντανό".
"Καλά" γαύγισε και άρχισε να περπατάει. Εγώ καμαρωτή καθόμουν στην πλάτη του και απολάμβανα τη βόλτα μου στον όμορφο κήπο. Μπορεί να είχα ολόκληρη την Αθήνα δική μου, αλλά κι ο Λίνκολν είχε ένα κομμάτι παραδείσου να απολαμβάνει. Ώσπου πρόσεξα ότι στην μπαλκονόπορτα η αφεντικίνα του μας κοίταζε, ενώ κρατούσε ένα επίπεδο πράγμα στα χέρια της.
"Τι είναι αυτό;" νιαούρισα στον Λίνκολν. Γύρισε και κοίταξε προς την τζαμένια πόρτα. "Έχω δει κι άλλους να κρατάνε παρόμοια και να τα κοιτάζουν σαν υπνωτισμένοι".
"Ο καλύτερός της φίλος είναι αυτό'' γαύγισε με απαξίωση ο Λίνκολν. "Του μιλάει συχνά, κάποιες φορές βέβαια το μαλώνει κι αυτό μου δίνει μια κάποια ικανοποίηση. Και κάποιες φορές με τραβάει κι εμένα, αποτυπώνει ό,τι κάνω. Μεταξύ μας πιστεύω ότι είναι κατάσκοπος!"
"Κατάσκοπος;" νιαούρισα απορημένη.
"Α ναι, έχω δει να αντιγράφει τα κόλπα μου ένα μικρό σκυλί που υπάρχει εκεί μέσα".
"Χωράει εκεί ένα μικρό σκυλί;" ρώτησα μπερδεμένη.
"Μια χαψιά το κάνεις, μικρότερο κι από ποντίκι. Αντιγράφει τα κόλπα μου και τα μεταφέρει σε τρίτους για να τα αντιγράφουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Δεν τον συμπαθώ καθόλου. Όταν ασχολείται μαζί του, δεν μου δίνει καμία απολύτως σημασία" γαύγισε ενοχλημένος.
"Ώστε έτσι! Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε".
"Δεν κουράστηκα" .
"Κουράστηκα εγώ, ξέρεις τι δύσκολο που είναι να προσπαθείς να ισορροπήσεις πάνω σε μια ράχη αδέξια".
"Δεν είναι αδέξια η ράχη μου".
"Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματα του. Λοιπόν λέω να ρίξω έναν υπνάκο"
"Που;" αναρωτήθηκε γαυγίζοντας ο σκύλος.
"Σε αυτή τη χρυσή φλοκάτη" απάντησα, αρχίζοντας να ζυμώνω μαλακά την χρυσαφένια ράχη του.
"Ας είναι, θα κοιμηθώ κι εγώ" γαύγισε και μάζεψε τα πόδια του κάτω από την κοιλιά του. "Δεν σου φαίνεται, αλλά είσαι βαριά" μου επέστρεψε το σχόλιο για τα κιλά του, που είχα κάνει νωρίτερα.
"Είμαι βαρυκόκκαλη γι' αυτό!" νιαούρισα, ενώ χασμουριόμουν.
"Έτσι λένε όλες οι χοντρούλες".
"Ααα, δεν επιτρέπεται αυτή η λέξη, έχει λογοκριθεί. μέχρι κι από τραγούδι αντικαταστάθηκε" παρατήρησα νιαουρίζοντας, αλλά δεν πρόλαβα να ακούσω την απάντηση, αποκοιμήθηκα στη χρυσαφένια πλάτη του νέου πιο πιστού μου φίλου, του Λίνκολν.

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΛΙΝΚΟΛΝ (1)
Την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, μείναμε να αναμετριόμαστε με το βλέμμα. Μόλις έβγαλε τη γλώσσα του κι άρχισε να κάνει λες και έτρεξε μαραθώνιο, διάβασα στα μάτια του ότι παρέμενε ένα παιχνιδιάρικο κουτάβι. Η αλήθεια είναι ότι τα σκυλιά δεν ωριμάζουν ποτέ. Το μυαλό τους το έχουν συνέχεια είτε στο παιχνίδι είτε στο φαγητό. Μα είναι κοινό μυστικό ότι τα σκυλιά είναι λαίμαργα, όσο και να τους δώσεις να φάνε, πρώτα θα σκάσουν και μετά θα σταματήσουν το φαγητό, αλλά πλέον είναι αργά. Δεν ξέρω τι κατοχικό σύνδρομο tα κατατρέχει, αλλά δεν σε τιμάει ένας θάνατος από υπερβολικό φαγητό. Όπως δεν τιμάει και ο θάνατος από την πείνα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν τιμάει εκείνους που σε άφησαν να λιμοκτονήσεις.
Αναρωτήθηκα αν άξιζε να τον γυμνάσω λίγο, παίζοντας κυνηγητό, ήταν μπουλουκάκος το χρυσό Λαμπραντόρ, και πρέπει να παραδεχτώ ότι για σκυλί ήταν αρκετά χαριτωμένο. Το σκυλί έκανε να πλησιάσει προς το μέρος μου, αλλά η συνοδός του τον συγκράτησε από το λουρί του.
"Όχι Λίνκολν, άσ' τη γατούλα".
Γατούλα να πεις τη μάνα σου, σκέφτηκα ενοχλημένη, ενώ ο Λίνκολν κλαψούρισε.
"Θες να σε γρατσουνίσει, σαν την άλλη τις προάλλες, κόντεψε να σε αφήσει τυφλό".
Κατάλαβα, μια δικιά μας επιτέθηκε στον σκύλο. Το πιο πιθανό να μην ήθελε παρτίδες μαζί του. Συνήθως την πληρώνουν τα φιλειρηνικά σκυλιά, εξαιτίας κάποιων φασαριόζων νταήδων. Το ότι τον έλεγαν Λίνκολν και είμαι μια μαύρη γάτα, με έκανε να τον συμπαθήσω. Αρχικά νιαούρισα ως χαιρετισμό σε εκείνον και ο Λίνκολν ούτε γαύγισε ούτε γρύλισε απειλητικά, απλά συνέχισε να λαχανιάζει.
"Άντε ώρα να πάμε σπίτι" είπε η συνοδός του και τον τράβηξε από το λουρί. Έμεινα να τους κοιτάζω να φεύγουν. Ίσως καλύτερα έτσι. Όμως τι θα έχανα αν τους ακολουθούσα, λογικά δε θα έμεναν μακριά. Σκέφτηκα ότι πιο φρόνιμο θα ήταν να μην κάνω τέτοια αποκοτιά. Όμως τι αξίζει η ελευθερία αν δε ζήσεις μια περιπέτεια!
Ήμουν βέβαιη ότι η γιαγιά Αντιγόνη, που επιμένει πόσο φρόνιμη πρέπει να είμαι, θα με μάλωνε, αλλά όπως και να είχε ο κύβος ερρίφθη. η απόφαση είχε παρθεί. Βέβαια το ότι αποφάσισα να ακολουθήσω τον Λινκολν δε σήμαινε ότι δεν ήμουν προσεχτική. Μπορεί να πήγαινα σε αχαρτογράφητα νερά, και το ότι ο Λίνκολν ήταν φιλικός δεν σημαίνει ότι είναι και όλα τα σκυλιά που πιθανώς θα συναντούσα όσο τους είχα πάρει στο κατόπι.
Το σπιτικό του αφεντικού του δεν ήταν και πολύ μακριά, και τι τυχερός που ήταν, είχε κήπο! Η αφεντικίνα έβγαλε το λουρί από τον Λίνκολν και τον άφησε έξω, ενώ εκείνη μπήκε στο σπίτι, αλλά σχεδόν αμέσως βγήκε, φέρνοντας τροφή και γεμίζοντας το πιατάκι του.
Εντάξει, κάθε περπατημένη γάτα γνωρίζει ότι δεν πλησιάζει σκύλο την ώρα του γεύματός του. Όσο φιλικός κι αν είναι. Γιατί καλός ο νέος φίλος, αλλά σαν το φαγητό δεν έχει. Μη θέλοντας να πιστέψει ότι είχα στόχο την τροφή του, παρέμεινα σε απόσταση ασφαλείας και είπα να απολαύσω το μπάνιο μου. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά για την άλλη μισή δεν έχω ακούσει τίποτα, οπότε μάλλον η καθαριότητα είναι η απόλυτη αρχοντιά. Μια ψιψίνα που σέβεται τον εαυτό της φροντίζει η γούνα της να είναι πάντα γυαλιστερή. Με το ένα πόδι να χαιρετάει τον ουρανό και το κεφάλι ανάμεσα στα αχαμνά με ανακάλυψε η αφεντικίνα του.
"Λίνκολν, για δες ποια σε επισκέφτηκε;"
Ο Λίνκολν γαύγισε, έγλειψε ό,τι είχε απομείνει στο πιατάκι του και ήρθε να μας συναντήσει.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ
(Έλι 2)
Δεν ξέρω τι συμβαίνει τον τελευταίο καιρό με τους γάτους. Όλο με πλησιάζουν και χώνουν τη μουσούδα τους κάτω από την ουρά μου. Είναι πολύ ενοχλητικό, αλλά δε φαίνεται να το καταλαβαίνουν. Κάποιοι έρχονται έξω από την κουφάλα της ελιάς και κάνουν σαν λύκοι στο σεληνόφως. Η γιαγιά με συμβουλεύει επαναλαμβάνοντας να μην τους δίνω σημασία και κάποιες φορές βγαίνει έξω προσπαθώντας να τους διώξει. Δεν καταλαβαίνω τι θέλουν από εμένα, αλλά κυρίως δε με νοιάζει. Αν έχω κάτι που θέλουν, μόνο με τη συναίνεσή μου θα το πάρουν. Ένα τέτοιο βράδυ, στα μέσα του Μάη και έχοντας κουραστεί από τις γκρίνιες και τα κλάματά τους, αποφάσισα να ανέβω στον ιερό βράχο και να ρομαντζάρω με τον εαυτό μου.
Περπάτησα ανάμεσα στις κολώνες, χαιρέτησα τα πέτρινα κορίτσια. Γαλήνια και έχοντας βρει την ησυχία μου, που εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει ξάπλωσα και χάζευα το σούρουπο. Όμως η ησυχία δεν κράτησε πολύ. Θέλοντας και μη έγινα μάρτυρας ενός συμβάντος. Ένα τεράστιο άυλο παπούτσι εμφανίστηκε στον αττικό ουρανό. Είχαν φτάσει ως τα αυτιά μου φήμες, αλλά πίστευα ότι πήγαιναν αποκλειστικά στον Υμηττό. Το είχε αναφέρει ένα ευυπόληπτο άτομο. Άρχοντας του τόπου, αλλά άλλο να το ακούς και άλλο να το βλέπεις. Ανήσυχη έτρεξα και κρύφτηκα πίσω από μια πέτρινη κοπέλα. Δε θα ήθελα να με πάρουν είδηση, εκείνες είναι στιβαρές, ίσως να μπορούσαν να με προστατεύσουν, αν οι επισκέπτες είχαν κακόβουλες διαθέσεις. Αυτό άλλωστε δεν κάνουν αιώνες, κρατάνε όλο το βάρος ενός πολιτισμού, αρχαίου. Ενός πολιτισμού που κομμάτι κομμάτι χαρίζεται. Ποιος τον χαρίζει, σε ποιον και με ποια ανταλλάγματα αυτά δε θα τα μάθουμε, αλλά αρκετοί τα υποψιάζονται. Ενός πολιτισμού που ξενιτεύτηκε και νέοι Παρθενώνες δεν πρόκειται να χτιστούν ξανά, παρά μόνο να πουληθούν και να εξαγοραστούν.
Το παπούτσι στριφογύριζε, προφανώς έψαχνε να βρει το κατάλληλο μέρος να προσγειωθεί, ώσπου έσβησε και αλλάζοντας μορφή έγινε ένα τρίγωνο. Τι θαύματα ήταν αυτά ούτε μπορούσα να καταλάβω, μα κυρίως δε μου άρεσαν. Αισθητικά πάντως μείωναν την ομορφιά του χώρου στον οποίο βρισκόμουν, ενώ ο βόμβος από μεταλλικά έντομα γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός.
Ρίχνοντας μια ματιά στα πέτρινα μάτια μιας κόρης ένιωσα να παίρνω δύναμη. Με φόβο ψυχής και την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος μου, αποφάσισα να πατάξω τη δειλία μου. Ένα από τα μεταλλικά έντομα έκανε την εμφάνισή του κι εγώ τρέχοντας και δίνοντας σάλτο το γκρέμισα. Αυτό χτυπιόταν στο έδαφος κι εγώ το χτύπαγα με το πόδι μου. Οι άνθρωποι είναι από μόνοι τους ενοχλητικοί, αν και κάποιοι από αυτούς είναι ευγενικοί, βάζουν νερό σε μπολάκια και μας δίνουν τροφή, αυτό μας έλειπε να φτάσει στη γη ένα νέο είδος πιο εξελιγμένο. Ας τους έδειχνα ότι δεν είμαστε και τόσο φιλικοί. Βάραγα με όλη μου τη μανία και στο τέλος κατάφερα να σκοτώσω το μικρό κατασκοπικό τέρας. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν όπως έπρεπε, χωρίς παπούτσια και περίεργα τρίγωνα. Κοίταξα και τα πέτρινα κορίτσια, στο φως της σελήνης φάνηκε να μειδιούν, σαν να ενέκριναν την πράξη μου. Ύστερα ήρεμη, επέστρεψα στη θέση μου και αποκοιμήθηκα, νιώθοντας ικανοποίηση με τον εαυτό μου.
Καληνύχτα Αθήνα, δεν έχουν πεθάνει ούτε ξενιτευτεί όλες οι κόρες και οι κούροι σου.
Ίσως ήρθε η στιγμή να προστατέψεις όσα κληρονόμησες, αλλά να ρίξεις και τα σχέδια για νέους Παρθενώνες.

Έλι - Ποια είναι η Έλι;-
Καλημέρα Αθήνα! Ξυπνάω και όπως τεντώνομαι στην κουφάλα του δέντρου που είναι το σπίτι μου εδώ και αρκετό καιρό, αντιλαμβάνομαι ότι η γιαγιά Αντιγόνη λείπει. Η γιαγιούλα μου είναι μεγάλη πορτογύρο, Θα ξεκίνησε τις πρωινές της επισκέψεις στην ψαραγορά. "Όταν σηκώνεσαι νωρίς παίρνεις τους καλύτερους μεζέδες" δεν ξεχνάει να επαναλαμβάνει. Σωστά τα λέει η γιαγιά μου, αλλά απολαμβάνω τόσο πολύ τον ύπνο. Είναι η ομορφότερη εφεύρεση των έμβιων όντων. Και δεν κρύβω πως το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο πειρατικό με τον Γεράρδο. Ο πρόγονός μου αποδείχτηκε μεγάλος καπετάνιος. Πέρασε τη ζωή του στη θάλασσα, απ' όταν μπήκε στο πλοίο δε θέλησε να βγει ξανά. Και στη μάχη ήταν πρώτος. Μια ματιά να του έριχναν οι πειρατές, το βλοσυρό του ύφος τους έκανε να βάζουν τις φωνές και να τρέπονται σε φυγή. Πολυταξιδεμένος ο Γεράρδος. Θα ήθελα κι εγώ να ταξιδέψω, για την ώρα τριγυρνάω στα σοκάκια της Αθήνας, που τη γνωρίζω σαν την πατούσα μου. Σε σύγκριση με τα αδέλφια μου έχω δει με βεβαιότητα περισσότερα μέρη. Το καλύτερο είναι ότι έχω την άνεση να ανεβαίνω όποτε θέλω στον ιερό βράχο. Κι ενώ οι άνθρωποι κάνουν ουρές, περιμένοντας ποιος ξέρει τι, εγώ περνάω ανάμεσα στα πόδια τους και κανείς δε με ενοχλεί. Φαίνεται ότι είμαι το ίδιο απειλητική με τον Γεράρδο. Αν και προτιμώ να ανεβαίνω όταν δεν έχει πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι κάνουν απελπιστικά πολλή φασαρία, κι εγώ αγαπώ την ησυχία. Να κοιτάζω τον ήλιο να δύει ή και να ανατέλλει και να βάφει με τα χρώματα του τους κίονες άλλες φορές πορτοκαλί και κίτρινους και άλλες μωβ ή ροζ πριν το σκοτάδι απλώσει το πέπλο του πάνω στην Αθήνα μου!
Αν και πρέπει να παραδεχτώ όtι προτιμούσα όταν είχε χώμα αντί για τσιμέντο. Ήταν πιο όμορφα, πιο φυσικό το τοπίο, αλλά είπαμε οι άνθρωποι δεν είναι και το πιο έξυπνο είδος στον πλανήτη. Μα ποιος ανόητος σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη! Πώς το σκέφτηκε; Γιατί το έκανε και κυρίως γιατί δε βρέθηκε κάποιος να του πει "όχι, μην το κάνεις", αχ άνθρωποι, αυτοί οι άγνωστοι! Έχω περπατήσει ανάμεσα στους κίονες και τις προάλλες κοιμήθηκα εκεί! Με ξύπνησαn όμως οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έμεινα για λίγο να χαζεύω την Αθήνα να ξυπνάει και έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω στην κουφάλα της ελιάς, να συνεχίσω εκεί τον ύπνο μου. Βέβαια με περίμενε η γιαγιά Αντιγόνη και με κατσάδιασε που έλειπα όλη τη νύχτα. Φοβάται ότι θα κρυώσω κι ας έχουν αρχίσει να σφίγγουν οι ζέστες. Γιαγιάδες, τι να πεις, ανησυχούν με το τίποτα και εμείς τις αγαπάμε!
Η γιαγιά Αντιγόνη δεν είναι η πραγματική μου γιαγιά, είναι όμως αυτή που με πήρε μικρό γατάκι και με έκανε μεγάλη γάτα, από όταν με περιμάζεψε μένω μαζί της στην κουφάλα του δέντρου.
Η μητέρα μου είναι μια πανέμορφη λευκή γάτα με γούνα, είδα μια μέρα μια παρόμοια σε μια βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών, αλλά εκείνη ήταν λούτρινη και δεν ήταν ζωντανή, ευτυχώς μου το ξεκαθάρισαν, αλλιώς θα έψαχνα τρόπο να την ελευθερώσω, και θα ήταν μάταιος κόπος αν δεν μπορούσε να με ακολουθήσει στις βόλτες μου.
Αν και η μητέρα μου είναι αριστοκράτισσα, φάνηκε να προτιμάει τους άξεστους αλητόγατους. Μια τέτοια μαύρη αλητόγατα είναι ο μπαμπάς μου. Αφού συναντήθηκαν μια φορά που η μαμά μου το είχε σκάσει, γέννησε έξι γατάκια, τα πέντε ήταν όμορφα και φτυστά με εκείνη και το ένα, ήταν ένα ασχημόγατο μαύρο, εγώ. Το μόνο που πήρα από τη μητέρα μου είναι το χρώμα από το ένα της μάτι, το δεξιό. Το άλλο το πήρα από τον πατέρα μου, υποθέτω.
Η μαμά μου αν και της αρέσουν οι αλητόγατοι είναι από σπίτι με τζάκι. Κι έτσι όμορφη και αφράτη που ήταν, σαν χινονιφάδα, οι φιλοξενούμενοί της αποφάσισαν να μην τη στειρώσουν, πριν κάνει απογόνους όμορφους σαν την ίδια. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν προτιμότερο να διαιωνίσει το είδος με έναν γάτο από τζάκι, και της τον έφεραν να της τον γνωρίσουν, μόνο που εκείνος αποδείχτηκε άξεστος. Τελικά σαλόνι και τρόποι δεν πηγαίνουν αναγκαστικά χεράκι χεράκι. Ήταν τόσο ξιπασμένος που η μαμά δεν τον συμπάθησε καθόλου, όχι να φέρει και τα παιδιά του στον κόσμο. Εκείνος προσπαθούσε να τη στριμώξει και εκείνη τον χτύπαγε. Τελικά το έσκασε απηυδισμένη από μια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Και κάπως έτσι συνάντησε τον πατέρα μου. Ως ρεμάλι εκείνος ήξερε πως να γοητεύσει μια ψιψίνα της καλής κοινωνίας. Λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκα εγώ και τα πέντε καρμποναριστά με τη μητέρα μας αδέλφια μου. Πολύς κόσμος παρέλασε από το σπίτι και εκείνα βρήκαν όλα σπιτικό, όμως η καλή μου μοίρα επιφύλαξε σε εμένα να είμαι ελεύθερη. Η αλήθεια είναι ότι με πείραζε όταν με κατηγορούσαν για γρουσούζα και ότι προκαλώ κακή τύχη. Θυμάμαι τη μαμά μου να τυλίγει προστατευτικά τα μπροστά της πόδια γύρω μου και να με γλύφει για παρηγοριά, αλλά τελικά λίγες ημέρες μετά βρέθηκα μόνη μου στους πέντε δρόμους. Άντε τώρα μικρό γατί να καταλάβεις ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις και κυρίως όταν είναι πέντε. Ήμουν πολύ μικρή για να εκτιμήσω τις πολλές επιλογές τότε.
Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, άκουσε τα απεγνωσμένα μου νιαουριτά που καλούσαν τη μαμά μου να έρθει να με ταΐσει η γιαγιά μου η Αντιγόνη και ήρθε και με περιμάζεψε. Με έπιασε από το σβέρκο και με τοποθέτησε στην κουφάλα της ελιάς, όπου με κράτησε ζεστή. Γαλατάκι μου έδιναν με το μπιμπερό κάτι παιδιά της γειτονιάς που δεν τους τρόμαζε το χρώμα μου, κι έτσι μεγάλωσα.
Πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, και μάλιστα πιο τυχερό από τα αδέλφια μου! Μπορεί εκείνα να έχουν σπίτι και λιχουδιές, όμως δεν έχουν την τύχη να βλέπουν το ηλιοβασίλεμα από την Ακρόπολη. Δε θα περπατήσουν στους δρόμους της Πλάκας, δε θα γευτούν νοστιμιές από τις ταβέρνες και δε θα μάθουν την ιστορία των προγόνων μας, από την πλευρά του μπαμπά. Γι' αυτό κάθε πρωί, συχνά περασμένες δώδεκα, βγαίνω από την κουφάλα της ελιάς μου και βροντοφωνάζω : Καλημέρα Αθήνα, καλημέρα πόλη μου! Με τα καλά σου και τα κακά σου, με τις ομορφιές σου και τις ασχήμιες σου!
Υ.Γ.: Μα ποιος στην ευχή σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ -ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ- Φινάλε Πρώτης Ιστορίας
Ο ευγενής καθόταν στο αρχοντικό του απολαμβάνοντας ένα ποτήρι καλό κρασί. Οι φιλοξενούμενές του είχαν μεταφερθεί όλες στη νέα τους πατρίδα, αυτό τον γέμιζε ανακούφιση, αλλά την ίδια ώρα το σπίτι του φαινόταν άδειο. Και πώς όχι, όταν 99 φίλες και φίλοι του είχαν μεταναστεύσει. Ήξερε ότι δε θα τις έβλεπε ξανά, αλλά τον χαροποιούσε ότι εκείνες πλέον ήταν ασφαλείς, όπως και ο ίδιος, όπως δε ξέχναγε να του επισημαίνει ο φίλος του ο Υπόνομος. Εφόσον είχαν περάσει οι ώρες της κρίσης, έβαζε με το μυαλό του να φαντάζεται το ταξίδι και αυτές τις πέντε Αμαζόνες που είχαν αποφασίσει να διαφύγουν στη θάλασσα από το να καούν στις φλόγες που αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν από την κακία και τον φανατισμό του κόσμου.
Πώς να έμοιαζε άραγε η Λάουρα, ο φίλος του ο γιατρός επέμενε ότι ήταν πολύ όμορφη. Δεν ήξερε αν ήταν όμορφη, αλλά με βεβαιότητα ήταν γενναία, όπως και οι συντρόφισσές της. Με το ποτήρι το κρασί στο χέρι του τον βρήκε ο φίλος του ο γιατρός, που του είχε ανοίξει την πόρτα ο Αιγύπτιος υπηρέτης.
"Πού ρεμβάζεις;" τον ρώτησε.
"Πώς κι από εδώ φίλε μου;" τον ρώτησε χωρίς να θέλει να του αποκαλύψει ότι τώρα που είχαν ησυχάσει τα πράγματα προσπαθούσε με τη σκέψη του να φτιάξει τη μορφή της Λάουρα. Ο τύπος είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα χωρίς να έχει δει το αντικείμενο του πόθου του. Όταν λέω εγώ ότι κάτι δεν πάει καλά με τα μυαλά των ανθρώπων, η γιαγιά Αντιγόνη με μαλώνει και μου λέει ότι δεν είναι ευγενικό να νιαουρίζω με αυτόν τον τρόπο για τους ανθρώπους. "Είναι που έχουν πολλά στο κεφάλι τους. Αλλιώς και αυτοί θέλουν παιχνίδια σαν κι εμάς, και το χουζούρι κι ο ύπνος τους αρέσει, αλλά δεν τους το επιτρέπουν οι έγνοιες και οι ανησυχίες τους. Έχουν γεμίσει το πρόγραμμά τους με πολλές δουλειές".
"Ε ποιος τους φταίει, ας κάνουν λιγότερες".
"Όμως ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας, που είχαμε μείνει, α ναι! Εκεί που ρώτησε ο ευγενής τον γιατρό "Πως κι από εδώ φίλε μου; Δε σε περίμενα".
"Ήρθα ως αγγελιοφόρος" ο ευγενής τον κοίταξε με απορία και ο γιατρός έβγαλε έναν φάκελο από την τσέπη του.
"Τι είναι αυτό;"
"Δεν ξέρω, στο στέλνουν οι φίλες μας από το πειρατικό" εκείνος τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει από μέσα του. "Μπορείς να διαβάσεις δυνατά, ο νεαρός ασθενής μου με ενημέρωσε ότι αφορά και τους δυο μας".
"Αγαπητέ ευγενή,
έπειτα από τη γενναία συνεισφορά σας στο γένος των μαύρων γατιών, κι επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι ανησυχείτε για το αν έχουν προσαρμοστεί στον νέο τόπο κατοικίας τους, αποφασίσαμε να σας προσκαλέσουμε αν επιθυμείτε φυσικά και σας επιτρέπουν οι δουλειές σας ένα ολιγοήμερο ταξίδι. Φυσικά καλεσμένοι είναι και όσοι σας συνδράμαν σε αυτή την περιπέτεια. Αν είστε σύμφωνοι ενημερώστε μας ώστε να κανονίσουμε όσα χρειάζονται για ένα ταξίδι με επιβάτες, αν και δεν είμαστε πολύ έμπειρες, τον τελευταίο καιρό έχουμε πραγματοποιήσει ήδη τρία με μεγάλη επιτυχία.
Υ.Γ.: Αν ανησυχείτε για τους κινδύνους δε θα επιμείνουμε. Καταλαβαίνουμε απολύτως.
Με εκτίμηση
Λάουρα, Αλίσια, Μαρία, Σεσίλ, Φελίσιτι"
"Τα ονόματά τους είναι σαν ερωτικό ποίημα" σχολίασε ο Υπόνομος μόλις τους διάβασαν την πρόσκληση.
Όπως και ο ευγενής έτσι και η Λάουρα, έβαζε συχνά με το μυαλό της να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να μοιάζει αυτός ο γενναίος άντρας. Δεν εξέφραζε την επιθυμία της δυνατά, αλλά το αγοροκόριτσο που τη γνώριζε κάπως καλύτερα έβλεπε τη γλυκιά μελαγχολία της φίλης της όταν έμενε μόνη της και δε χρειαζόταν να πάρει αποφάσεις. Ώσπου το πρότεινε η ίδια για να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Άλλωστε και η ίδια έτρεφε συμπάθεια για τον γιατρό.
"Είσαι θεότρελη!" είπε και την αγριοκοίταξε η Αλίσια.
"Μα δεν κινδυνεύουμε από αυτούς" επέμενε η Μαρία.
"Με το να κάνουμε γύρους όλη την ώρα γύρω από την ακτή, αργά ή γρήγορα θα μπούμε σε μπελάδες και θα βάλουμε και αυτούς του ελαφρόμυαλους αν συμφωνήσουν".
"Μα ένα ταξίδι είναι. Δε θα πηγαινοερχόμαστε όλη την ώρα".
"Μα δεν αξίζει στους ευγενείς να δουν ότι τα πλάσματα που βοήθησαν είναι καλά;" σχολίασε και η Σεσίλ.
"Ξέρετε με τι μοιάζετε, με γάτες σε οίστρο που επιθυμούν αρσενικό".
"Μα πώς μιλάς έτσι;" είπε θιγμένη η Φελίσιτι. "Κι άλλωστε εσύ δεν ήσουν που καυχιόσουν τις προάλλες ότι είσαι ελεύθερη γυναίκα κι αν το να είσαι ελεύθερος σημαίνει ότι είσαι μάγισσα τότε τιμή σου και καμάρι σου".
"Άλλο αυτό, άλλωστε μπορεί απλά να έχω ελευθερωθεί από τέτοιου είδους επιθυμίες".
"Τι είδους;" της επιτέθηκε η Σέσιλ. "Εμείς δε βάζουμε τίποτα με το μυαλό μας, εσύ είσαι αυτή που βάζεις".
"Ούτε χαζές είστε ούτε τόσο αθώες".
"Εγώ είμαι, ήμουν σε μοναστήρι" σχολίασε η Φελίσιτι, τρώγοντας ένα μήλο.
"Ναι Εύα μου, είσαι πολύ αθώα".
"Έχει δίκιο η Αλίσια"
"Δόξα τω Θεώ" είπε κάνοντας τον σταυρό της εκείνη.
"Είναι επικίνδυνο"...
"Ακούσατε, τελείωσε το θέμα, είπε είναι επικίνδυνο..."
"Με συγχωρείτε, δεν πάει έτσι" αντέδρασε η Μαρία.
"Τι εννοείς;" την κοίταξε καχύποπτα η Αλίσια και με απορία η Λάουρα.
"Να μπει σε ψηφοφορία. Δεν ψηφίσαμε".
"Α, εγώ είμαι υπέρ" είπε πρώτη Σέσιλ.
"Κι εγώ είμαι υπέρ" είπε η Μαρία και κοίταξαν όλες τη Φελίσιτι.
"Ααααα" έκανε εκείνη αγχωμένη
"Λοιπόν Εύα;" τη ρώτησε έτοιμη να χάσει την ψυχραιμία της η Αλίσια.
"Ε αφού είμαι η Εύα, υπέρ. Είμαι επιρρεπής στην αμαρτία".
"Να πάρει η ευχή, εντάξει λοιπόν, κι ας ελπίσουμε ότι οι ευγενείς σας μοιάζουν με τον Κουασιμόδο ώστε να μην επιθυμήσετε να τους δείτε ξανά".
"Μα ποιος είναι ο Κουασιμόδος;" αναρωτήθηκε η Σέσιλ.
"Πού να ξέρω!" απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους της η Αλίσια. "Με αυτό το όνομα μόνο κάποιος πολύ άσχημος με καμπούρα θα μπορούσε να είναι".
Κι έτσι λήφθηκε η απόφαση για να καλέσουν τους ευγενείς σε ένα ταξίδι. Και τώρα που τελείωσα την ιστορία, πάω να κοιμηθώ άλλες πέντε ώρες, έχω κοιμηθεί μόνο εννέα σήμερα.

Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο -Η Κατάρα της Μάγισσας-
Το αγοροκόριτσο παρέμενε σκεφτικό και σιωπηλό. Ήξερε ότι η Φελίσιτι είχε περάσει πιο δύσκολα από όλες τους. Ότι η ίδια όπως και οι υπόλοιπες τρεις είχαν καταφέρει να το σκάσουν σχεδόν αλώβητες, πριν προλάβει να τις αγγίξει το κακό. Όμως η Φελίσιτι είχε μεγαλώσει σε εκκλησιαστικό ίδρυμα όταν έμεινε ορφανή. Η μητέρα της γνώριζε τα βότανα και τα έμπλαστρα και τις είχε μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις της από όταν ήταν μικρό κορίτσι, μεγαλώνοντας η ίδια είχε εμπλουτίσει αυτές τις γνώσεις. Βοηθούσε τα κορίτσια στο ίδρυμα και όμως, να που αυτό στράφηκε εναντίον της αφού κάποιες άρχισαν να σκέφτονται αρνητικά για εκείνη. Ξεκίνησαν να την απειλούν και να την παρενοχλούν. Είχε επιβιώσει από μαρτύρια. Κάποια άλλα κορίτσια, ίσως και ζηλεύοντας, ασκούσαν επάνω της κάποιες μορφές μαρτυρίων από αυτές που ασκούσε η ιερά εξέταση όταν επιθυμούσε να πιέσει κάποιον να παραδεχτεί ότι είναι μάγος ή αιρετικός. Έπειτα την απειλούσαν ότι αν μίλαγε για τα μαρτύρια που την υπέβαλαν, θα μαρτυρούσαν ότι ήταν μάγισσα και αυτό που την περίμενε ήταν πολύ χειρότερο από αυτό που της είχαν κάνει εκείνες. Τελικά κατάφερε και το έσκασε, όμως όσα είχε διδαχτεί στο εκκλησιαστικό ίδρυμα με όλη εκείνη την αυστηρότητα, δεν ξεπερνιούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Πάλευε μέσα της η πίστη με την ανεμελιά της ελευθερίας.
"Μαρία" άκουσε το όνομά της την ώρα που την πετύχαινε στο πρόσωπο ένα μαντήλι που της το είχε πετάξει η Λάουρα, για να της τραβήξει την προσοχή.
"Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι κι εσύ τα περί μαγείας, που μας ξεφούρνισε η άλλη" σχολίασε υποτιμητικά η Αλίσια.
"Όχι, καμία σχέση"
"Ό,τι δεν μπορούν να δαμάσουν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες το βαφτίζουν μαγεία" σχολίασε η Αλίσια. "Μη δουν μια γυναίκα ανεξάρτητη, να σκέφτεται με το κεφάλι της και να μην χρειάζεται υποδείξεις από έναν πατέρα ή τον άντρα της, κατευθείαν να την κατηγορήσουν ως μάγισσα. Ε λοιπόν, αν η ελεύθερη σκέψη με κάνει μάγισσα, ε τότε τιμή μου και καμάρι μου".
"Το πιστεύεις;" τη ρώτησε η Φελίσιτι που έκανε την εμφάνισή της από τις σκιές.
"Ωχ όχι πάλι;" μουρμούρισε η Αλίσια που δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση.
"Φελίσιτι έλα να κάτσεις μαζί μας" την προέτρεψε η Μαρία. Εκείνη πλησίασε διστακτικά, μα δεν κάθισε. Η Μαρία έψαχνε τα λόγια να μιλήσει. Η Φελίσιτι ήταν ένα φοβισμένο πουλί, δεν ήθελε να το κάνει να πετάξει. Τέλος είπε. "Είναι δύσκολη η εμπιστοσύνη αυτά τα χρόνια. Εσύ η ίδια μας είπες ότι οι αδελφές σου στο ίδρυμα, κοριτσάκια που γιατροπόρεψες και που μεγαλώνατε μαζί, ήρθε η στιγμή που στράφηκαν εναντίον σου. Είμαστε από την ίδια πλευρά Φελίσιτι και θα έχεις συνειδητοποιήσει τόσο καιρό, ότι δεν είμαστε μάγισσες. Αλλά ίσως έχουν δίκιο η Αλίσια και η Λάουρα. Η μαγεία μας είναι οι γνώσεις μας, το μυαλό μας που κατεβάζει ιδέες θέλουν να κάψουν και όχι τάχα δαιμόνιες επιθυμίες και πράξεις".
"Επειδή είμαστε γυναίκες;" επανέλαβε τα λόγια της Αλίσια.
"Επειδή προσπαθούμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι. Ε, το ότι είμαστε γυναίκες αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας για εμάς. Και τώρα θα σου πω αυτό που σκέφτηκα και θέλω τη γνώμη σου".
"Εμείς να φύγουμε;" ρώτησε περιπαικτικά η Αλίσια.
"Σταμάτα να είσαι πειραχτήρι" τη μάλωσε η Σέσιλ και τη χτύπησε ελαφρά με τον αγγόνα στα πλευρά.
"Η Αλίσια πειραχτήρι, χα ας γελάσω" σχολίασε η Λάουρα και το κλίμα αποφορτίστηκε από την ένταση που είχε προκαλέσει η άποψη της Φελίσιτι περί μαγείας. "Λοιπόν θα μας πεις τι σκέφτηκες;" προέτρεψε το αγοροκόριτσο.
"Καλώς ή κακώς θεωρούμαστε μάγισσες, αυτό μας έσωσε δύο φορές από την επίθεση των πειρατών. Όμως η σκέψη της Σέσιλ δεν είναι λάθος. Μπορεί να θελήσουν να μας πετύχουν με το κανόνι τους ή αν πιστεύουν ότι θα πάρουν λεφτά να μας καρφώσουν στις αρχές. Εφόσον λοιπόν φοβούνται το στοιχειό, που θεωρούν ότι είμαστε, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να τους ενισχύσουμε την πίστη ότι πράγματι είμαστε, όπως και το ότι έχουμε τη δυνατότητα να τους κάνουμε κακό".
Κοίταξε γύρω της να δει αντιδράσεις.
"Για συνέχισε" την προέτρεψε η Λάουρα.
"Πρέπει να γράψουμε μια επιστολή, να την κλείσουμε σε μπουκάλι και να τη ρίξουμε στη θάλασσα. Τα ρεύματα θα την οδηγήσουν εκεί που πρέπει. Αργά ή γρήγορα".
"Και τι θα γράφει;"
"Συνταγές για γλυκά Χριστουγέννων" σχολίασε η Σεσίλια αστειευόμενη.
"Θα είναι ένα είδος κατάρας" απάντησε μειδιώντας το αγοροκόριτσο από το αστείο της Σέσιλ, αλλά κυρίως επειδή είδε την Φελίσιτι να ακούει με προσοχή και το κεφάτο πνεύμα της επέστρεψε. "Ούτε λίγο ούτε πολύ θα εξηγούμε ότι όποιος τολμήσει να πειράξει το καράβι με σημαία τη μαύρη γάτα ή το πλήρωμα αυτού, να περιμένει να τον κυνηγάνε αιώνια καταστροφές και δυστυχία".
"Έχουμε σημαία στο καράβι;"
"Θα τη φτιάξουμε τη σημαία. Στην επιστολή επίσης θα αναφέρουμε ότι ως μάγισσες γνωρίζουμε ακόμα και τις κακές σκέψεις. Μα κυρίως πρέπει να τους πείσουμε ότι ο θάνατός μας δεν είναι προς το συμφέρον τους".
"Η δύναμη μιας μάγισσας ισχυροποιείται με το πέρασμα της στον άλλον κόσμο. Γι' αυτό καλό θα ήταν να προσέχουν", συμπλήρωσε η Αλίσια που κατάλαβε την ιδέα της Μαρίας.
"Δεν είναι άσχημη ιδέα", επικρότησε η Λάουρα.
"Αν ανακατεύαμε και λίγα λατινικά ανάμεσα στα λόγια".
"Αυτό το αναλαμβάνω εγώ, στο ίδρυμα μας δίδαξαν λατινικά" σχολίασε η Φελίσιτι.
"Θα αποδεχτούμε ότι είμαστε μάγισσες;" αναρωτήθηκε η Σέσιλ.
"Ούτως ή άλλως αυτό πιστεύουν".
"Και με τις άλλες μάγισσες που κάηκαν, γιατί δεν καταστράφηκαν οι δήμιοί τους; Δε θα αναρωτηθούν; "
"Μα εκείνες δεν ήταν μάγισσες, αυτή είναι η αλήθεια".
"Η μισή αλήθεια, ούτε εμείς είμαστε".
"Δεν βλέπω άλλον τρόπο, αν έχετε κάτι να προτείνετε..."
"Μου αρέσει η ιδέα, ας το κάνουμε. Τι λέτε οι υπόλοιπες;" ρώτησε η Λάουρα.
Και κάπως έτσι ανοίχτηκαν οι υδάτινοι δρόμοι για να κάνει το τρίτο του ταξίδι το πλήρωμα του πειρατικού, έχοντας υψωμένο ένα μαύρο πανί για σημαία με το λευκό σκίτσο μιας γάτα.
"Μοιάζει αρκετά στον Γεράρδο" σχολίαζε η Αλίσια. "Από μούτσος αναβαθμίστηκες σε σημαία. Εύγε φρουρέ, ανέβηκες γρήγορα και μάλιστα στο κατάρτι μας". Ο Γεράρδος πήγαινε και τριβόταν στα πόδια της και η Αλίσια όλο και κάποιο ψαράκι τον τράταρε. Αυτό το γατί με βεβαιότητα ήταν μάγος, αφού είχε κάνει την Αλίσια να το συμπαθήσει!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ – Αμφιβολίες-
Οι γάτες υποδέχτηκαν τις συντρόφους τους από το δεύτερο ταξίδι, θα έλεγε, κανείς σχεδόν με αδιαφορία. Αντιθέτως οι περισσότερες έτρεξαν και τρίφτηκαν στα πόδια των γυναικών.
"Καθίστε βρε διαβολάκια" τις μάλωνε γλυκά η Αλίσια.
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν στην ακτή, αποφάσισαν να μιλήσουν για το επόμενο ταξίδι. Αυτό είχαν συμφωνήσει άλλωστε όταν αποδείχτηκε ότι θα έκαναν τρεις μεταφορές. Ότι στο τέλος του κάθε ταξιδιού θα έπαιρναν την απόφαση για το αν θα πραγματοποιούσαν το επόμενο.
"Δεν θεωρείς ότι είναι περιττό να θίξουμε το θέμα;" είχε ρωτήσει νωρίτερα τη Λάουρα το αγοροκόριτσο.
"Δεν μπορούμε να θεωρούμε τίποτα δεδομένο, καλύτερα να υπάρξει συζήτηση ώστε να μη μένουν υπόνοιες ότι παρακάμπτουμε την όποια αντίθετη άποψη". Και πράγματι, ενώ δεν το περίμεναν, μια σύντροφος καπετάνισσα είχε αντίθετη γνώμη.
"Με προβληματίζει η επίθεση που είχαμε από τους πειρατές"
"Είναι πεπεισμένοι ότι είμαστε μάγισσες, δεν πρόκειται να τολμήσουν να πλησιάσουν ξανά".
"Κι αυτό χάρη στον Γεράρδο, σου ζητάω ταπεινά συγγνώμη δεν είσαι μούτσος, είσαι ο φρουρός μας" είπε η Λάουρα και ο Γεράρδος που ήταν γενναιόδωρος της νιαούρισε αποδεχόμενος τη συγγνώμη της.
"Ούτε εγώ πιστεύω ότι θα επιχειρήσουν να μας πλησιάσουν, όμως γνωρίζουμε και τη φρενίτιδα που επικρατεί στον κόσμο με τις μάγισσες. Ποιος μας εξασφαλίζει ότι την επόμενη φορά δε θα μας ρίξουν με το κανόνι τους βόμβα από ασφαλή απόσταση. Ο κόσμος φοβάται, και όταν φοβάται μισεί, και όταν μισεί γίνεται επικίνδυνος".
"Οι πειρατές είναι ούτως ή άλλως επικίνδυνοι" παρατήρησε η Λάουρα. Μείνανε για λίγο σιωπηλές ώσπου το λόγο πήρε η Αλίσια.
"Γνωρίζετε όλες ότι η πιο επιφυλακτική γι' αυτή την αποστολή ήμουν εγώ, οπότε αντιλαμβάνομαι την ανησυχία σας. Όμως πιστεύω ότι πρέπει να την ολοκληρώσουμε. Η ζωή μας είναι ούτως ή άλλως στη θάλασσα, δεν είναι ότι βρισκόμαστε στη στεριά και ασφαλείς. Αν είχαμε διατρέξει τον παραμικρό κίνδυνο, όσο μεταφέραμε τα κασόνια στο πλοίο από την ακτή, θα συμφωνούσα μαζί σου. Δεν σας κρύβω ότι στην αρχή ήμουν πεπεισμένη ότι πρόκειται για παγίδα, όσο κι αν η Λάουρα μας διαβεβαίωνε ότι ο γιατρός ήταν απολύτου εμπιστοσύνης. Μπορεί να μην είχε ιδέα για το ποιοι ήταν οι σύντροφοί του, μπορεί να τον απειλούσαν. Όμως τώρα πλέον που έχουμε μεταφέρει 66 γάτες με ασφάλεια, δεν πιστεύω ότι πρόκειται για παγίδα. Είναι τέτοιος ο φανατισμός των ανθρώπων της εκκλησίας απέναντι σε ό,τι τους μπαίνει στο μυαλό ότι είναι σατανικό, που θεωρούν τις γάτες ως δαιμόνιες. Δε θα επέτρεπαν να σωθούν 66 από αυτές για να βάλουν στο χέρι πέντε από εμάς. Είναι ανυπόμονοι και παθιασμένοι να ρίχνουν κόσμο στη φωτιά. Ένας άντρας που έβαλε τη ζωή τόσων πλασμάτων πάνω από τη δική του, αν τον εγκαταλείψουμε τώρα θα κινδυνέψει τόσο ο ίδιος όσο και οι εναπομείναντες εν δυνάμει επιβάτες της τρίτης μεταφοράς".
"Δεν κρύβω ότι ταλαιπώρησε και εμένα η ιδέα ότι μπορεί να πρόκειται για παγίδα πριν την πρώτη μας αποστολή. Γι' αυτό και φεύγοντας από το πλοίο σας διέταξα αν δείτε αναμπουμπούλα να μην περιμένετε στιγμή και να σηκωθείτε να φύγετε. Δεν ήθελα να σας παρασύρω αν είχα φανεί αφελής. Όμως τώρα πλέον που έχουμε μεταφέρει 33 γάτες και έπειτα άλλες 33, όταν κι αυτές έχουν κατηγορηθεί για μάγια, αναρωτιέμαι πού θα βρίσκονταν τόσες ζωντανές γάτες, προκειμένου να μας παγιδέψουν, όταν έχουν βάλει σκοπό να εξαφανίσουν το είδος τους" σχολίασε η Λάουρα. "Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε την ανησυχία σου" στράφηκε προς τη σύντροφό τους που είχε εκφράσει τις αμφιβολίες ενός τρίτου ταξιδιού.
"Ακούγοντας τις απόψεις σας, καταλήγω ότι πρέπει να αλλάξουμε διαδρομή, και να είμαστε σε επιφυλακή. Δεν είναι πρώτη φορά που μας επιτέθηκαν πειρατές, και τις δύο φορές μας έσωσε η φήμη μας, αλλά μην αποκλείουμε ότι δεν θα έρθει η στιγμή να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους".
"Χμ" όλες στράφηκαν προς το αγοροκόριτσο.
"Τι σκέφτεσαι Μαρία;"
"Την κατάρα της μάγισσας!"
"Δηλαδή;"
"Όλη αυτή η παράνοια με τα μάγια έχει στηριχθεί στη φημολογία".
"Δεν είμαι βέβαιη" σχολίασε η πάντα σιωπηλή Φελίσιτι, και όλες στράφηκαν και την κοίταξαν, γυναίκες και γάτες. "Μπορεί εμείς να πέσαμε θύματα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μάγισσες. Όπως πάντα όμως πληρώνουν οι αθώοι την πονηριά των ενόχων. Οι πραγματικές μάγισσες ξέρουν να κρύβονται".
"Πιστεύεις ότι αυτές οι γάτες που μεταφέραμε, μπορεί να είναι μάγισσες;" ρώτησε επιφυλακτικά η Αλίσια.
"Δε θα μου έκανε εντύπωση, αν κάποια ήταν, άλλωστε το είπε και ο Άγιος Πατέρας. Εμείς απλά είμαστε άτυχες ή πέσαμε θύματα, ποιος σας λέει ότι πραγματικές μάγισσες δεν έκαναν μάγια στους άλλους ώστε να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο και να πιστέψει ότι εμείς είμαστε οι μάγισσες".
"Έχεις δίκιο" παραδέχτηκε η Λάουρα. "Και για να είμαστε ειλικρινείς, είμαστε και εμείς μάγισσες".
"Όχι, εγώ δεν είμαι" αρνήθηκε εκείνη.
"Φυσικά και είσαι" της απάντησε ψύχραιμα "ποιος γνωρίζει καλύτερα από εσένα τις συνταγές για τα καταπλάσματα και τα φάρμακα που παίρνουν τον πόνο;" την κολάκευσε. "Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τα βότανα καλύτερα από την Αλίσια; Ποιος κατεβάζει καλύτερες ιδέες από τη Μαρία; Ποιος είναι πιο ειδικός στο μπαρούτι και στα όπλα από τη Σεσίλ; Αν δεν ήμασταν μάγισσες δε θα είχαμε επιβιώσει όλον αυτόν τον καιρό στη θάλασσα".
"Η μαγεία κρύβεται στο μυαλό μας και στις γνώσεις μας" πρόσθεσε η Αλίσια.
"Μα ο Άγιος Πατέρας..." διατήρησε η Φελίσιτι τις αμφιβολίες της.
"Ο Άγιος Πατέρας δεν είναι ούτε ο πατήρ ούτε ο υιός, δεν είναι αλάνθαστος, όσο και να προσπαθεί να μας πείσει" απάντησε εκνευρισμένη η Αλίσια.
"Δεν είναι αλάνθαστος;" επανέλαβε με απορία.
"Μπορεί να έχει μπερδευτεί" αποφάσισε να απαλύνει την έννοια η Λάουρα.
"Οπότε εμείς είμαστε μάγισσες, αλλά δε θέλουμε το κακό κανενός, και πολύ περισσότερο δε μεταμορφωνόμαστε σε αιλουροειδή, και αυτές που βλέπεις είναι απλές, παιχνιδιάρες και αξιαγάπητες γάτες" σχολίασε η Σεσίλ, και ύστερα της πρότεινε να της φτιάξει ένα αφέψημα και να ξεκουραστεί, τα νεύρα της ήταν τσιτωμένα.

Κεφάλαιο Δωδέκατο -Γεράρδος-
Όπως σωστά είχε υποθέσει η Λάουρα, το ήσυχο ταξίδι και η αμοιβή με προμήθειες από τον ευγενή, ευνόησαν στο να δεχτούν τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος να κάνουνε και μια δεύτερη μεταφορά. Ακόμα και η Αλίσια που όπως πάντα ήταν η πιο επιφυλακτική, δεν αντέδρασε ιδιαίτερα, όχι ότι δεν εξέφρασε τις αμφιβολίες της όταν ρωτήθηκε. Αφού εκείνο το βράδυ έμειναν στο νησί να ξεκουραστούν, με τις περισσότερες γάτες να παραμένουν μαζί τους, γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει για να ζεσταθούν, το επόμενο πρωί σηκώθηκαν και επιβιβάστηκαν στο πλοίο, αφήνοντας τις νέες φίλες τους ελεύθερες να εξερευνήσουν τη νέα τους πατρίδα.
Στο μεταξύ στην πόλη, οι ευγενείς αποφάσισαν να μην περιμένουν τη θετική απόκριση από το πλήρωμα και να ξεκινήσουν να συλλέγουν αμέσως τις προμήθειες για το επόμενο ταξίδι των πειρατίνων. Καλύτερα να είχαν μαζέψει ό,τι χρειάζονταν, ακόμα κι αν έδειχναν υπερβολική αισιοδοξία, ώστε να διώξουν άμεσα μια δεύτερη αποστολή, αν εκείνες ήταν πρόθυμες να την πραγματοποιήσουν.
Όπως και την πρώτη φορά ο ευγενής είχε φροντίσει να ελέγξει για πιθανές κόντρες ανάμεσα στις φιλοξενούμενές του, ώστε να φροντίσει να χωριστούν και να φύγουν σε διαφορετικές αποστολές από την έπαυλη. Ήθελε να δείξουν καλή διαγωγή, να μη μαλώνουν μεταξύ τους και να μη δημιουργήσουν προβλήματα στις πέντε καπετάνισσες.
"Έχουμε ένα λαθρεπιβάτη" σχολίασε η Αλίσια κρατώντας τον γάτο από τον αυχένα, πριν ακουμπήσει τον ένοχο στο κατάστρωμα. Μόλις τα πόδια πάτησαν στο ξύλο του καραβιού, εκείνος τινάχθηκε και πλησίασε τη Λάουρα.
"Ώστε καλά συμπέρανα ότι είσαι θαλασσινός" σχολίασε εκείνη σκύβοντας και χαϊδεύοντάς τον "πρέπει να σου δώσω ένα όνομα".
"Και μια αρμοδιότητα" πρόσθεσε η Αλίσια, "χρειαζόμαστε έναν μούτσο" οι άλλες την κοίταξαν απορημένες. "Μη με κοιτάτε, πρέπει να ξεκινήσει από χαμηλά". Μη δίνοντάς της σημασία η Λάουρα είπε στον μαύρο γάτο.
"Από εδώ και στο εξής θα είσαι ο Γεράρδος. Το όνομα του πατέρα μου, θαλασσινός και πειρατής" είπε και ο μαύρος γάτος νιαούρισε σαν να επιβεβαίωνε την ονοματοδωσία. Από εκεί και στο εξής όλες τον φώναζαν Γεράρδο, εκτός από την Αλίσια που τον φώναζε μούτσο και δεν ξέχναγε να του δίνει διαταγές, τις οποίες φυσικά εκείνος αγνοούσε. Μη νομίζετε ότι δεν καταλάβαινε, αλλά σιγά μην κουβάλαγε κουβάδες με νερά και καθάριζε όλο το κατάστρωμα. Αντιθέτως καθόταν στην πλώρη, όταν η Λάουρα κρατούσε το πηδάλιο, και κοίταζε τη θάλασσα.
"Καπετάνιος είσαι αγόρι μου εσύ και όχι μούτσος" τον παίνευε όλο θαυμασμό, αλλά χαμηλόφωνα η Λάουρα για να μην ενοχληθεί η Αλίσια.
Φτάνοντας στην ακτή, βρήκαν στη σπηλιά τα κιβώτια με τις προμήθειες.
"Παρακινδυνευμένο που τις άφησαν εδώ όσο εμείς λείπαμε".
"Δείχνουν να μας έχουν εμπιστοσύνη".
"Χρειάζονται ένα μάθημα, να τα πάρουμε και να αφήσουμε εδώ τους επιβάτες" πρότεινε κάποια, αλλά ακόμα και η Αλίσια την κοίταξε με αποδοκιμασία.
"Τα κιβώτια θα τα μεταφέρουμε αμέσως στο πλοίο, αλλά θα περιμένουμε και τους νέους επιβάτες για το ταξίδι τους".
Λίγο αργότερα το αγοροκόριτσο εμφανίστηκε στο ιατρείο.
"Πάω καλύτερα γιατρέ" σχολίασε, ακολουθώντας τον γιατρό κουτσαίνοντας εμφανώς λιγότερο από τις πρώτες επισκέψεις της, ώστε να ακούσουν οι υπόλοιποι ασθενείς πόσο καλός γιατρός ήταν.
"Χαίρομαι αγόρι μου που το ακούω" απάντησε εκείνος καταλαβαίνοντας το λόγο της επίσκεψής της. Αφού της επιβεβαίωσε ότι τα κιβώτια ήταν από εκείνους και ήταν η δεύτερη δόση της αμοιβής τους, τη ρώτησε λεπτομέρειες για το ταξίδι τους και πότε θα ήταν έτοιμες για το επόμενο.
"Πότε θα είναι έτοιμοι οι επιβάτες, εμείς φεύγουμε κι αμέσως".
Τελικά συμφώνησαν για το μεθεπόμενο πρωινό. Πριν φύγει το κορίτσι του έδωσε άλλο ένα μπουκάλι με βότανα, ώστε να προμηθεύσει τον ευγενή με αυτό και να κρατήσει ήσυχες τις γάτες μέχρι την επιβίβαση τους στο πειρατικό.
"Ας ελαφρώσουμε τον φίλο σας από λίγο επιπλέον βάρος" σχολίασε εκείνη πριν φύγει για να ενημερώσει το υπόλοιπο πλήρωμα. Ο γιατρός έπρεπε να περιμένει για να δώσει τα καλά μαντάτα στον Ευγενή. Προηγούνταν οι ασθενείς του, κι εκείνος δε θα έφευγε αν πρώτα δεν εξέταζε και τον τελευταίο.
"Υπέροχα" απάντησε σχεδόν ανακουφισμένος ο ευγενής. "Όμως θα ήθελα να τις συναντήσω, να μάθω πως πήγε η μεταφορά, αν είναι όλα καλά", εξέφρασε την επιθυμία του.
"Ας μη βάλουμε την δεύτερη αποστολή σε κίνδυνο, άλλωστε ρώτησα εγώ" και του εξιστόρησε όσα είχε μάθει από το αγοροκόριτσο για την πρώτη επιχείρηση διάσωσης.
Το μεθεπόμενο βράδυ τα κασόνια είχαν ήδη φορτωθεί στο πλοίο και το πλήρωμα είχε αποχαιρετήσει τον γιατρό, που παρέμενε στην ακτή και τις παρακολουθούσε. Αφού βγήκαν στα ανοιχτά η Λάουρα με το αγοροκόριτσο όπως και την προηγούμενη φορά πήγαν να απελευθερώσουν τους επιβάτες τους. Μαζί τους και ο Γεράρδος, να εξηγεί στις υπόλοιπες γάτες το πού βρίσκονταν και ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού. Δεν λησμόνησε να τους περιγράφει και την ομορφιά του προορισμού τους. Η Λάουρα με τη Μαρία, μην έχοντας να ανησυχούν για την πραγματοποίηση ενός επόμενου ταξιδιού, πεπεισμένες ότι το υπόλοιπο πλήρωμα θα ήταν σύμφωνο πλέον, μιας και οι ευγενείς είχαν κρατήσει τις υποσχέσεις τους, γελούσαν με τη φλυαρία του Γεράρδου μιας και δεν καταλάβαιναν τίποτα περισσότερο από νιαουρίσματα. Βλέπετε δεν κατέχουν τη γλώσσα μας, όπως εμείς τη δική τους. Ώσπου ακούστηκε μια φωνή από το κατάστρωμα.
"Πειρατικό έρχεται κατά πάνω μας" οι δυο γυναίκες έτρεξαν πάνω.
"Είμαστε χαμένες" μουρμούρισε η Αλίσια, βλέποντας τους πειρατές να ετοιμάζονται να δώσουν σάλτο και να εισβάλουν στο καράβι τους.
"Τι μας περιμένει Θεέ μου;" αναρωτήθηκε το αγοροκόριτσο, αν και πραγματικά δε θα ήθελε να γνωρίζει. Η Λάουρα έβγαλε το όπλο από την ζώνη της, δε θα έπεφταν χωρίς να πολεμήσουν, ενώ μια από τις άλλες δύο γυναίκες έτρεξε στο κανόνι. Από την πόρτα που είχε ξεχαστεί ανοιχτή πάνω στην αναμπουμπούλα, βγήκαν από το αμπάρι ο Γεράρδος με τις υπόλοιπες μαύρες γάτες.
Ένας από τους πειρατές που λίγα λεπτά νωρίτερα του έτρεχαν τα σάλια, παρατηρώντας το θηλυκό πλήρωμα του πλοίου, και χαμογελώντας φιλήδονα, ποιος ξέρει με τι σκέψεις στο κούφιο κεφάλι του, μόλις είδε τις μαύρες γάτες να βγαίνουν και να γεμίζουν με την παρουσία τους το κατάστρωμα, γούρλωσε τα μάτια του και μην μπορώντας να μιλήσει από τον τρόμο που τον κατέβαλε, άπλωσε το χέρι και τις έδειξε. Μόλις και οι υπόλοιποι τις πρόσεξαν, άρχισαν με βλαστήμιες να φωνάζουν στον καπετάνιο να αλλάξει ρότα λες και έβλεπαν φαντάσματα.
Σε κάθε γατοβήμα που έκανε μπροστά ο Γεράρδος με τον στρατό του από μαύρες γάτες να τον ακολουθεί, τόσο μεγαλύτερο πανικό σκορπούσε στους δεισιδαίμονες πειρατές.
"Τι έπαθαν αυτοί;" αναρωτήθηκε η Αλίσια απορημένη.
"Μάγισσες θα μας σκοτώσουν όλους" φώναζαν αυτοί σε πανικό. Οι γυναίκες στράφηκαν πίσω και είδαν τις μαύρες γάτες που έδιναν την εντύπωση ότι ήταν παραταγμένες έτοιμες να αντιμετωπίσουν την όποια απειλή, αν και στην πραγματικότητα κοίταζαν με απορία τους πειρατοηλιθίους. Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, οι γάτες τις είχαν σώσει.
"Ποιος θα μας το έλεγε ότι η δεισιδαιμονία που μας έδιωξε από τα σπίτια μας, θα ερχόταν η ώρα να μας σώσει" σχολίασε η Αλίσια και πήρε στην αγκαλιά της μια μαύρη γάτα να την κατεβάσει στο αμπάρι αφού ο κίνδυνος είχε περάσει.
"Νομίζω ότι πρέπει να βάλουμε για σημαία στο πλοίο μας τη μούρη μιας γάτας, δε θα τολμάει κανείς να μας πλησιάσει" πρότεινε το αγοροκόριτσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ -ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ-
Τα κιβώτια είχαν φορτωθεί πλέον στο καράβι. Όλα είχαν γίνει όπως είχαν συμφωνήσει. Στην ακτή τους περίμενε μόνος του ο γιατρός, ο οποίος έβαλε ένα χεράκι να φορτώσουν στη βάρκα τα κιβώτια για να μεταφερθούν στο πειρατικό.
"Λοιπόν;" ρώτησε τη Λάουρα "θα υπάρξει επόμενο δρομολόγιο διάσωσης;"
"Κι εγώ δεν ξέρω, το πλήρωμα έχει διχαστεί για το αν πρέπει να πάρουμε το ρίσκο δύο ακόμα φορές. Για να μη ναυαγήσει η πρώτη απόπειρα, αφήσαμε να πάρουμε την απόφαση μετά τη λήξη του πρώτου ταξιδιού. Αν έχουμε ένα ήρεμο ταξίδι, πιστεύω ότι θα είναι πιο εύκολο να προχωρήσουμε σε μια δεύτερη διάσωση".
"Ας το ελπίσουμε, αλλιώς ο ευγενής θα είναι χαμένος. Για πόσο ακόμα θα μπορεί να κρατάει κρυμμένες 66 γάτες".
"Καταλαβαίνω. Θα προσπαθήσω να τις πείσω, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από το ταξίδι κι από το πόσο θα μπλέκονται οι γάτες στα πόδια μας".
"Μην περιμένεις ότι δε θα μπλεχτούν, είναι ζωηρά και περίεργα πλάσματα".
"Τώρα πρέπει να σε αποχαιρετήσω, καλό είναι να φύγουμε το συντομότερο για τα ανοιχτά, μάθαμε ότι επιτέθηκαν πειρατές στις ακτές".
"Καλό ταξίδι!" της ευχήθηκε, αλλά δεν έφυγε αμέσως παρά έμεινε στην ακτή να κοιτάζει τις γυναίκες μέχρι να φτάσουν στο πλοιάριο με τη βάρκα τους και να ανεβαίνουν επάνω να ανταμώσουν το υπόλοιπο πλήρωμα.
"Αφήστε τα κιβώτια ως έχουν, αργότερα θα τα ανοίξουμε να δούμε αν ήταν εντάξει οι άρχοντες με τις υποσχέσεις τους, τώρα πρέπει να απομακρυνθούμε από την ξηρά".
"Με τις γάτες τι θα κάνουμε, κάποιες αρχίζουν να ξυπνάνε".
"Οι γάτες καλό θα ήταν να μείνουν στα κιβώτια, μόνο μπελάδες θα μας φέρουν".
"Είναι ζωντανά πλάσματα Αλίσια, πρέπει να τις αφήσουμε ελεύθερες".
"Θα είμαστε όλοι πιο ασφαλείς, κι εκείνες και εμείς αν μείνουν στα κιβώτια, άλλωστε να τις ελευθερώσουμε δεν πάμε, ας κάνουν υπομονή λίγες ακόμα μέρες".
Αφού είχαν απομακρυνθεί και θέλοντας να γαληνέψει κάπως την ανταριασμένη Αλίσια η Λάουρα την πλησίασε στο πηδάλιο και της είπε.
"Δεν πήγαν και τόσο άσχημα τα πράγματα".
"Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" σχολίασε δύσπιστα η Αλίσια, αλλά φυσικά όχι στα αρχαία ελληνικά, μα στην τοπική σκοτσέζικη διάλεκτο.
Καθώς ανοίχτηκαν στη θάλασσα, η Λάουρα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ανοίξουν τα κιβώτια των επιβατών. Δεν ήταν τρόπος αυτός να κάνεις ταξίδι, άλλωστε οι αδελφές τους στην ανάγκη είχαν αρχίσει να συνέρχονται από τη νάρκωση και γίνονταν όλο και πιο ανήσυχες, και όχι άδικα έτσι όπως ήταν περιορισμένες. Τα κιβώτια είχαν τοποθετηθεί στο αμπάρι, μαζί με το αγοροκόριτσο κατέβηκαν κάτω και ξεκίνησαν να απεγκλωβίζουν τις φυλακισμένες ψιψίνες. Έβγαζαν τα ανακατεμένα ρούχα με τα οποία τις είχαν κρύψει και που οι ίδιες με τις στροφές τους μέσα στο κιβώτιο είχαν τσαλακώσει, έβγαζαν και τα άχυρα και τις άφηναν να πάρουν μόνες τους την απόφαση για το πότε θα έβγαιναν, δεν ήθελαν να τις τρομάξουν περισσότερο. Οι γάτες ήταν από τον ύπνο ακόμα, οπότε κοίταζαν τις δυο νεαρές γυναίκες με περισσότερη περιέργεια και όχι τόσο με φόβο. Οι πιο ανήσυχες στριμώχνονταν στη γωνία, όμως καμία τους δεν ήταν επιθετική.
"Ας τις αφήσουμε να πάρουν τον χρόνο τους, είχαν συνηθίσει σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον".
"Πότε λες ότι θα φτάσουμε στο νησί;" ρώτησε το αγοροκόριτσο.
"Αν δε βρούμε εμπόδια, σε τρεις μέρες το πολύ".
"Πιστεύεις ότι θα γίνει άλλη μεταφορά;"
"Εσύ θεωρείς ότι πρέπει να γίνει;" τη ρώτησε διερευνητικά η Λάουρα.
"Δεν ξέρω, αλλά νιώθω ότι το σωστό είναι να βοηθήσουμε, αν ο ευγενής μείνει με 66 γάτες, αργά ή γρήγορα θα τους ανακαλύψει κάποιος, και το ρίσκο που πήραμε κι ο κόπος μας θα έχουν πάει στο βρόντο".
"Δε θα είναι εντελώς στο βρόντο" θέλησε να την παρηγορήσει η Λάουρα "αν όλα πάνε καλά σε αυτή μας τη διαδρομή, θα έχουμε σώσει 33 πλάσματα"
"Όχι όμως τον ευγενή, που θα τον ρίξουν στη φωτιά μαζί με τα υπόλοιπα 66 αθώα πλάσματα". Από αντικειμενικής σκοπιάς, εδώ θέλω να προσθέσω ότι αν την ιστορία δεν αφηγούμουν εγώ η Έλι, αλλά ένας ποντικός με το τυχαίο όνομα Μίκυ, δε θα χαρακτήριζε σε καμία περίπτωση τις ψιψίνες ως αθώα πλάσματα και δε θα τον ενδιέφερε καθόλου η μοίρα του ευεργέτη τους του ευγενή. Αυτές οι μεταφορές στο νησί των τρωκτικών, σήμαινε ότι ξεκινούσε μια επικίνδυνη μακρά περίοδος για τους ως τότε κατοίκους του νησιού, σε αντίθεση με τις πόλεις που τα τρωκτικά ήταν στην ακμή τους.
"Τι ανοησία και αυτή!" σχολίασε η Λάουρα "λες κι αν μπορούσε κάποια να μεταμορφωθεί σε γάτα, δε θα επανερχόταν στην ανθρώπινή της μορφή όταν την καίγανε".
"Η φαντασία ορισμένων ανθρώπων καλπάζει".
"Και η κακία τους περισσότερο. Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Αν το ταξίδι μας κυλήσει ήσυχα, θα είναι πιο εύκολο να πειστούν και για ένα επόμενο, άσε που στοιχηματίζω ότι θα γλυκαθούν από τα εφόδια που μας προσέφερε ο ευγενής. Αν αυτά τα τερατάκια είναι φρόνιμα…" πριν προλάβει όμως να ολοκληρώσει τη φράση της η Λάουρα, ένας μαύρος γάτος πήδηξε και βγήκε έξω από το κασόνι του και χωρίς δισταγμό πήγε και τρίφτηκε στα πόδια τους, δείχνοντάς τους την εμπιστοσύνη του.
''Βάζω στοίχημα ότι αυτός ο κύριος μας καλοπιάνει για να τον ταΐσουμε", παρατήρησε η Λάουρα.
"Μα δεν είναι χαριτωμένος;" ρώτησε το κορίτσι και έσκυψε να τον χαϊδέψει.
"Μαρία, πρέπει να αναλάβεις το καθήκον να τις ταΐζεις και να φροντίζεις να είναι ήσυχες και να παραμένουν στο αμπάρι, αν θες να έχει πιθανότητες να σωθεί ο ευγενής και οι υπόλοιπες φιλοξενούμενές του".
Το ταξίδι εξελίχθηκε όπως επιθυμούσαν τα δύο κορίτσια. Οι γάτες ήταν κάτι παραπάνω από διστακτικές και αυτό τις διατήρησε ήσυχες με το να κοιμούνται τις περισσότερες ώρες στο αμπάρι, σε αυτό συνηγόρησε και το γεγονός ότι το ταξίδι δεν κράτησε υπερβολικά πολλές ημέρες. Μόνο ένας γάτος στάθηκε θαρραλέος, βαριεστημένος με το να κάθεται συνέχεια στο αμπάρι, δεν άργησε να βγει στο κατάστρωμα, παρατηρώντας τις πέντε αυτές γυναίκες που θέλοντας και μη ανέλαβαν τη σωτηρία τους. Μέχρι που στάθηκε στην άκρη της πλώρης να κοιτάξει τη γαλάζια απεραντοσύνη, ενώ δεν άργησε να μπλεχτεί στα πόδια τους. Οι περισσότερες τον έκαναν στην άκρη με το πόδι τους, το αγοροκόριτσο τον άρπαζε και τον επέστρεφε στο αμπάρι για να μη γίνεται ενοχλητικός και χαλάσει το σχέδιο για τη σωτηρία του ευγενή και των υπόλοιπων γατιών. Μόνο η Λάουρα γέλαγε και έπαιζε μαζί του, ρωτώντας τον αν είχε γεννηθεί θαλασσοπόρος! Έτσι κι εκείνος έμαθε να μην ανακατεύεται στα πόδια της και να περπατάει δίπλα της.
Φτάνοντας επιτέλους στον προορισμό τους, ανέβασαν τις γατούλες στο κατάστρωμα. Αφού άνοιξαν την μπουκαπόρτα, περίμεναν να κατέβουν, όμως εκείνες διστακτικές έμειναν να θαυμάζουν το νησί.
"Τι είναι εδώ;" ρώτησε μία στη γατίσια γλώσσα.
"Εδώ είναι ο παράδεισος" απάντησε μια άλλη.
Ένας ποντικός έτυχε να περνάει και στάθηκε με δέος να κοιτάζει το πλοίο που είχε φτάσει, έτοιμο να αποβιβάσει τον θανάσιμο εχθρό των τρωκτικών.
Μια γάτα τότε φώναξε "Φαΐ" και έτρεξε καταπάνω του, αναγκάζοντας το ποντίκι να τραπεί σε φυγή την ώρα που έδινε το σύνθημα στις υπόλοιπες να ξεχυθούν πίσω τους. Μόνο ένας γάτος παρέμεινε στο πλοίο και άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω στη Λάουρα για να πάει να κουρνιάσει στον ώμο της.
"Απέκτησες παπαγάλο βλέπω" την πείραξε η Αλίσια ανακουφισμένη που όλα είχαν πάει καλά στο πρώτο εκείνο ταξίδι.

Κεφάλαιο Δέκατο -Προετοιμασίες-
"Μας έχει για παραδόπιστες ο άρχοντάς σου, γιατρέ μου;" σχολίασε η Λάουρα γελώντας καλοπροαίρετα όταν άκουσε την προσφορά και την υπόσχεση για επιπλέον προμήθειες.
"Δεν είναι έτσι, απλά αντιλαμβάνεται ότι είναι μεγαλύτερο το ρίσκο για εσάς με τρεις διαδρομές αντί μία".
Η Λάουρα κοίταξε το αγοροκόριτσο που τη συνόδευε και εκείνο ανασήκωσε τους ώμους του.
"Είσαι βέβαιος ότι οι φίλοι σου δεν ετοιμάζουν κάποια παγίδα;"
"Όταν δίνει άσυλο σε 99 γάτες βάζεις το κεφάλι σου στη λαιμητόμο. Πέρα από αυτό σου εγγυώμαι ότι δεν κινδυνεύεις από εμάς. Είμαστε με το μέρος σου, με το μέρος σας".
"Και το να σώσεις μια γάτα το ρίσκο είναι μεγάλο, πόσο μάλλον για 99 μαύρες" σχολίασε το κορίτσι.
"Με τέτοια φρενίτιδα που έχει πάθει η εκκλησία... μα να πιστεύουν ότι μεταμορφωνόμαστε σε γάτες και παρακολουθούμε τους γείτονές μας, μα τι φαντασία!" σχολίασε και η Λάουρα που κατά βάθος ήθελε να βοηθήσει τον φίλο του γιατρού και τις γάτες. "Επειδή έχουμε συμφωνήσει για μια διαδρομή, θα δεχτούμε να κάνουμε την πρώτη, με τις προμήθειες που εσείς προσφέρετε. Για τις υπόλοιπες πρέπει να το συζητήσουμε και να συμφωνήσει ολόκληρο το πλήρωμα, δεν μπορώ λοιπόν να σε διαβεβαιώσω ότι θα υπάρξουν άλλες. Οπότε φρόντισε εσύ και οι φίλοι σου να μείνουν ικανοποιημένες οι υπόλοιπες καπετάνισσες από την πρώτη".
Ο γιατρός κοίταξε το κορίτσι και πρόσεξε ότι του χαμογελούσε, μειδίασε και εκείνος σφίγγοντας τα χείλη του.
"Σε 15 ημέρες λοιπόν θα πρέπει να βρούμε εδώ τα κιβώτια για να τα μεταφέρουμε στο πλοίο μας. Στην ακτή θα περιμένεις μόνο εσύ". Μετά από αυτό οι δυο γυναίκες μπήκαν στη βάρκα και έφυγαν για το πλοίο τους. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά πήρε και ο γιατρός το άλογό του και πήγε στο σπίτι του ευγενή που τον περίμεναν οι σύντροφοί του.
"Όχι, όχι, αυτό είναι μεγάλο ρίσκο" ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσαν η Λάουρα και το αγοροκόριτσο, μόλις ενημέρωσαν τις φίλες τους για την πρόταση του γιατρού για τριπλό ταξίδι αντί για ένα. Την ίδια όμως αντίδραση έπρεπε να αντιμετωπίσει και ο γιατρός στο αρχοντικό του ευγενή.
"Ούτως ή άλλως δε θα έχουμε τη δυνατότητα να μεταφέρουμε όλες τις γάτες με ένα δρομολόγιο. Το σκαρί μας είναι μικρό και το βάρος μεγάλο... μιλάμε για πάνω από 300 κιβώτια. Επιπλέον 33 γάτες είναι μπελάς, πόσο μάλλον 99. Δεν πιστεύετε ότι θα τις αφήσουμε κλεισμένες στα κιβώτια σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, θέλουμε να φτάσουν στη νέα τους πατρίδα υγιείς, και όχι ζαλισμένες από την κλεισούρα".
"Θα τους φτάνει η ναυτία" σιγοντάρισε το αγοροκόριτσο.
"Δεν έχετε να ανησυχείτε για κάτι, θα κάνουν όλα τα δρομολόγια, τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη" τις υποστήριξε ο γιατρός.
"Γιατί δεν παίρνουν τα 99 κιβώτια και τα χρήματα οι αναθεματισμένες" ρώτησε ο Υπόνομος.
"Πρώτον μη βλασφημείς, δεύτερον ξέρετε πολύ καλά, τα λεφτά με την υπάρχουσα κατάσταση δε θα τις βοηθήσουν πουθενά".
"Ας μη μαλώνουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε τις προετοιμασίες" είπε ανακτώντας την ψυχραιμία του ο ευγενής. "Τη δική σου κρίση την εμπιστεύομαι φίλε μου" είπε και χτύπησε τον γιατρό στην πλάτη.
Τα τρόφιμα δεν ήταν τόσο δύσκολο να μαζευτούν, ούτε καν τα ενδύματα. Με τα πυρομαχικά ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα, τελικά μια επιδρομή πειρατών στις ακτές του νησιού, τους έδωσε τη δικαιολογία που χρειάζονταν για να αγοράσουν το μπαρούτι. Το βράδυ πριν το προγραμματισμένο του πρώτου ταξιδιού, τα 99 ξύλινα κιβώτια είχαν ήδη μεταφερθεί και φυλαχθεί σε μια σπηλιά στη βόρεια ακτή. Λείπανε μόνο τα 33 κιβώτια με τους μαύρους φιλοξενούμενους του ευγενή.
Αφού κατάφερε να αποκόψει 33 μέλη της γατοκοινότητας, φρόντισε το φαγητό τους να περιλαμβάνει μια σεβαστή ποσότητα από τη χαλαρωτική ουσία, με την οποία τον είχε προμηθεύσει η Λάουρα, ώστε να κοιμηθούν και να τοποθετηθούν στα τρυπημένα κουτιά, αλλά και να έχουν ένα ήσυχο ταξίδι ως το μέρος της επιβίβασης τους στο πλοίο. Στον πάτο των κασονιών είχε βάλει άχυρο για να μην πληγωθούν τα κορμάκια τους από το ξύλο και αφού τις ξάπλωσε στα κουτιά τις σκέπασε πάλι με άχυρο. Από πάνω πρόσθεσαν υφάσματα σε περίπτωση ελέγχου να αποφύγουν να γίνουν αντιληπτές οι παράνομες μετανάστριες. Παράνομες επειδή ο κόσμος είχε αποφασίσει ότι είναι τέτοιες. Μα ποιο πλάσμα είναι παράνομο πάνω στον πλανήτη που γεννήθηκε; Κι εδώ ξεφυσάω θυμωμένη με την αδικία.
"Είμαι έμπορος, ας ελπίσουμε ότι δε θα αναζητήσουν να βρουν τι βρίσκεται πιο κάτω". Αφού φόρτωσαν προσεκτικά τα κιβώτια στην καρότσα, ξεκίνησαν για την ακτή.
"Θα μου λείψουν" σχολίασε στον αιγύπτιο υπηρέτη του ο ευγενής, χτυπώντας με τα γκέμια τα άλογα για να ξεκινήσουν.
"Έχουμε άλλες 66 ζωηρότατες στο σπίτι".
"Θα μου φανεί άδειο όταν με το καλό θα τις έχουμε διώξει όλες".
"Κι εμένα, είναι μικρές θεότητες όμως δυστυχώς στα χρόνια αυτά, τα δίσεκτα, είναι και μπελάς".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ - Η πρόταση πέφτει στο τραπέζι
"Όλα πρέπει να λειτουργήσουν ρολόι" είπε το νεαρό αγόρι που παρουσιάστηκε στο ιατρείο κουτσαίνοντας. "Δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη, παίζονται τόσο τα δικά μας κεφάλια, όσο και τα 99 χαριτωμένα κεφαλάκια των νεαρών μας φίλων και φιλενάδων".
"Μην ανησυχείς νεαρέ μου" την καθησύχασε ο γιατρός.
"Αντιλαμβάνεστε φυσικά ότι το ρίσκο είναι μεγάλο, το ίδιο μεγάλη θα είναι και η αμοιβή μας, αν θέλετε να το αναλάβουμε".
"Θα το φροντίσουμε" αν και ρίχνοντας μια ματιά στο σημείωμα που του έδωσε το "χωλό αγόρι" έπεσε το σαγόνι του. "Δε θα προτιμούσατε να τα πάρετε σε χρήματα;" ρώτησε.
"Δεν είναι εύκολο για εμάς να βγούμε να ψωνίσουμε, σαν να μην τρέχει τίποτα. Μας φαντάζεστε πέντε επικηρυγμένες να βγαίνουμε για φουστάνια και μπαρούτι".
"Εντάξει θα δω τι θα κάνω".
"Ό,τι κι αν κάνεις να το κάνεις προσεκτικά".
Ο Σκωτσέζος ευγενής έπαθε σοκ, οι απαιτήσεις ήταν μεγάλες. Μα πάνω απ' όλα αυτό που δυσκόλευε το εγχείρημα ήταν το πώς θα συνέλλεγαν τις προμήθειες, και κυρίως τα πυρομαχικά χωρίς να κινήσουν υποψίες.
"Φίλε μου με αυτές τις απαιτήσεις, προβλέπω να φτωχαίνεις" σχολίασε ο Πειρατής.
"Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας ευγενικός τρόπος για να μην αναλάβουν την αποστολή" συμπέρανε ο Υπόνομος.
"Να πάρει, είναι καλό το σχέδιο κι αυτό το φίλτρο... μαγικό".
"Μη λες αυτές τις λέξεις, είναι επικίνδυνες" τον προειδοποίησε ο γιατρός.
"Είναι απολύτου εμπιστοσύνης;"
"Όσο γι αυτό" επιβεβαίωσε ο γιατρός.
"Άντρες δε θα ζητούσαν τόσα" σχολίασε ο ευγενής Πειρατής.
"Μιλάμε για μάγισσες" θέλησε να αστειευτεί ο Υπόνομος. "Αλήθεια πώς το σκέφτονται, θα σκεπάσουν το πλοίο με ομίχλη για να καταφέρουν να μεταφέρουν το παράνομο εμπόρευμα;"
"Πρέπει να προσέχετε τι λέτε" επανέλαβε προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του ο γιατρός. "Η απόφαση είναι δική σου, αλλά δε βλέπω άμεσα άλλη πιθανή λύση. Και το ότι δέχτηκαν να βοηθήσουν ήταν σχεδόν ανέλπιστο".
"Με το αζημίωτο" σχολίασε ο Πειρατής που δεν ήταν πειρατής, αλλά πήρε το όνομά του από την πρόταση που είχε κάνει για τους πειρατές όπως και ο κατάπτυστος Υπόνομος, από την πρόταση του να θάψει ζωντανές τις γάτες στον υπόνομο.
"Αν τις πιάσουν θα ζημιωθούν" τις υποστήριξε ο γιατρός.
"Ούτε εγώ βλέπω άλλη λύση, οπότε θα δεχτούμε. Κάθε μέρα που περνάει διακινδυνεύουμε όλο και περισσότερο να αποκαλυφθούμε. Όμως πρέπει κι εμείς με τη σειρά μας να φτιάξουμε το δικό μας σχέδιο. Πώς θα φτάσουν τόσα κιβώτια στην παραλία και κυρίως πώς θα συλλέξουμε όλες αυτές τις προμήθειες; Θα ήταν πιο εύκολα να τους δίναμε χρυσές λίρες. Πώς θα τα κάνουμε όλα χωρίς να κινήσουμε υποψίες!"
"Χμμμμ", όλοι στράφηκαν και κοίταξαν τον Υπόνομο. "Η αφετηρία από την οποία θα μεταφερθούν τα κιβώτια στην ακτή δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά μια".
"Δηλαδή;"
"Τα κασόνια με το εμπόρευμα, δε χρειάζεται να φύγουν όλα από το αρχοντικό σου, ευγενή μου".
"Ποιο είναι το σύνολο των κασονιών που πρέπει να μεταφερθούν;"
"Ωχ Θεέ μου!" ξεφύσησε κουρασμένα ο ευγενής έμπορος.
"Δεν είναι ώρα για ηττοπάθειες" σχολίασε ο Πειρατής και έβγαλε πένα και χαρτί. "Πόσα κασόνια είναι το αρχικό εμπόρευμα;" ρώτησε αναφερόμενος στις γάτες.
" Όσα και οι γάτες , 99".
Ένα σφύριγμα θαυμασμού για την αποκοτιά τους ξέφυγε από τα χείλη του Ευγενή Πειρατή.
"Πότε έφτασαν τόσες;"
"Και θα είχαν φτάσει ακόμα περισσότερες αν δεν ελέγχαμε τις γεννήσεις τους". Μην απορείτε, ήταν σπουδαίος ο γιατρός και πολύ μπροστά για την εποχή του.
"Θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον τον τριπλάσιο αριθμό κασονιών αν δεν το είχε σκεφτεί ο φίλος μας".
"Εκτός από τα 99 κασόνια των φιλοξενούμενων, ποιες είναι οι απαιτήσεις των μεταφορέων;"
"Εύγε φίλε μου για τη διακριτικότητά σου" τον επιδοκίμασε ο γιατρός.
"66 με τρόφιμα για τις κυρίες, 33 με τρόφιμα για το ταξίδι των φιλοξενούμενών μας, 33 και με ενδύματα και άλλα 99 με πυρομαχικά".
"330 κιβώτια, και τυχεροί ήμαστε. Αν ζητούσαν όσα η κυρά μου για ρούχα, τόσα θα ήταν μόνο για ενδύματα".
"Αν τα διώξουμε από τέσσερις διαφορετικές αφετηρίες για να μην κινήσουμε υποψίες ότι κάτι ύποπτο περιλαμβάνουν τα κιβώτια, θα μπορούσαν να φύγουν τα πρώτα 140 κιβώτια, 35 από κάθε αφετηρία. Ας φύγουν πρώτα οι φιλοξενούμενες και οι τροφές τους".
"Και τα υπόλοιπα 190;"
"Σε 2 επόμενες δόσεις, θα έχουμε και τον χρόνο να συλλέξουμε τις απαιτήσεις τους".
"Δε θα δεχτούν, θα θεωρήσουν ότι πάμε να τις ξεγελάσουμε και να τους φορτώσουμε το πρόβλημα" σχολίασε, ενώ καθόταν σε μια πολυθρόνα ο Σκωτσέζος ευγενής.
"330 κιβώτια θα τραβήξουν την προσοχή, 82-83 κιβώτια από κάθε αφετηρία είναι μεγάλος αριθμός" σχολίασε ο Υπόνομος.
"Μίλησε με την επαφή σου και ρώτησέ τη, πόσο διατεθειμένες είναι να κάνουν τρεις διαδρομές ώστε να μοιραστούν τα κιβώτια. Και για το πλοίο τους θαρρώ, θα είναι προτιμότερο να μην κουβαλήσουν με τη μία τόσο βάρος", παίρνοντας το χαρτί από τον έμπορο έκανε τους δικούς του υπολογισμούς. "Πρώτο δρομολόγιο 33 κιβώτια φιλοξενούμενες, άλλα 33 με πυρομαχικά που πιθανόν να τα χρειαστούν για να αποφύγουν κινδύνους στο ταξίδι, 33 με τρόφιμα για τις ίδιες και 11 με τροφή για τις επιβάτισσες και άλλα 22 με ενδύματα για τις ίδιες".
"Δε νομίζω ότι θα ενθουσιαστεί, αλλά θα τη ρωτήσω. Αν όμως δε δεχτεί;"
"Θα δούμε. Πες της επίσης, ότι θα πάρουν επιπλέον προμήθειες όταν θα ολοκληρωθεί η αποστολή".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ "ΜΑΓΙΣΣΩΝ"
Το πειρατικό πλοιάριο είχε αράξει αρόδο. Οι τέσσερις πειρατίνες άκουγαν με προσοχή την αρχηγό τους που στεκόταν όρθια στο κέντρο του κύκλου που είχαν σχηματίσει γύρω της. Μόλις τελείωσε πήγε και κάθισε, περιμένοντας να καταθέσουν τη γνώμη τους οι συντρόφισσές της. Μουδιασμένες με όσα είχαν ακούσει, δεν έπαιρνε καμία τους το λόγο, μέχρι που κάποια τόλμησε να σπάσει τη σιωπή.
"Είναι τρέλα".
"Ακόμα και να θέλαμε να βοηθήσουμε, πώς θα καταφέρναμε να μεταφέρουμε τόσες γάτες από ένα αρχοντικό στην πόλη μέχρι το πλοίο; Θα έπρεπε να ήμασταν πραγματικές μάγισσες για να τα καταφέρουμε".
"Έτσι πιστεύαμε και στην αρχή, ότι δε θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε ως πειρατίνες. Δεν γνωρίζαμε τίποτα από πλοία και θάλασσα. Κι όμως τρία χρόνια πλέον τα καταφέρνουμε καλύτερα στην υγρή γη απ' ότι στη στεριά", σχολίασε η νεαρή που εμφανίστηκε στο γιατρό ως αγόρι και ήταν η μόνη που άκουσε την έκκληση του γιατρού στη Λάουρα, σκαρφαλωμένη σε ένα δέντρο, πεπεισμένη για την ειλικρίνειά του. "Έχουμε παλέψει με πειρατές και τα καταφέραμε ακόμα κι εκεί".
"Η φήμη μας τους νίκησε και όχι η δύναμή μας" σχολίασε η πιο δύσπιστη για το αν έπρεπε να αναλάβουν τη μεταφορά των γατιών. "Μπορεί να είναι όπως τα λες, όμως πριν από τρία χρόνια δεν είχαμε επιλογή, ήταν ή πυρά ή θάλασσα, στη θάλασσα είχαμε κάποιες, έστω και μηδαμινές πιθανότητες να επιβιώσουμε, στη στεριά καμία".
"Αν αναλάβουμε το ρίσκο, σας διαβεβαιώνω ότι θα οργανώσουμε ένα σχέδιο με ελάχιστες πιθανότητες κινδύνου για εμάς" μίλησε η Λάουρα που ανησυχούσε για την τύχη των γατιών. Εκείνες είχαν καταφέρει μόνες τους να σωθούν, έστω και προσωρινά, μιας και η ζωή στη θάλασσα επιφύλασσε πάντα κινδύνους, οι γάτες όμως δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα.
"Πώς θα μεταφερθούν τόσες γάτες από το σπίτι του άρχοντα; Και που θα τις πάμε;"
"Στο νησί που ρίξαμε απάγκιο όταν δεν γνωρίζαμε πολλά από θάλασσα".
"Για εκείνο το νησί σου είχε μιλήσει ο πατέρας σου, σωστά;"
"Σωστά".
"Οπότε είναι λημέρι πειρατών".
"Έχουν χρόνια που δεν το προτιμούν, πιστεύουν ότι είναι κατοικία του σατανά. Είχαν σκοτωθεί πάνω σε έναν καυγά κάποιοι πειρατές του ίδιου πληρώματος, και από τότε θεωρούσαν ότι είχε κακή αύρα και ότι για το διπλό θανατικό έφταιγε το νησί, όμως εμείς έχουμε τη λογική και γνωρίζουμε ότι αυτά είναι προλήψεις. Οι γάτες θα είναι ασφαλείς εκεί, ακόμη και να πλησιάσει κανείς και να δει ένα νησί γεμάτο με γάτες και μάλιστα μαύρες, απλά θα επιβεβαιώσει τη φήμη του και δε θα τολμήσει να πλησιάσει ξανά".
"Και πώς θα τις φυγαδεύσουμε από το σπίτι του ευγενή;"
"Αυτό είναι ρίσκο που δε θα πάρουμε εμείς, θα μας τις φέρουν στην ακτή, ας βρούνε τρόπο. Εμείς πρέπει να σκεφτούμε τι θα ζητήσουμε ως αντάλλαγμα".
"Οπότε έχει παρθεί η απόφαση" σχολίασε απογοητευμένη η πρώτη που είχε εκφράσει τη δυσπιστία της για την αποστολή.
"Δεν έχει αποφασιστεί τίποτα, γνωρίζετε πως δεν παίρνω αποφάσεις μόνη μου. Εξέφρασα την άποψη μου, δε θέλω αυτή να σας επηρεάσει αν έχετε διαφορετική γνώμη. Όμως..."
"Πες ό,τι έχεις να πεις" την προέτρεψε το αγοροκόριτσο.
"Είναι ρίσκο, δεν το αρνούμαι. Κι ο άνθρωπος που τόλμησε να βοηθήσει τις μαύρες γάτες έκανε αποκοτιά μεγάλη. Όμως την ίδια ώρα έδειξε η καρδιά του μεγάλο θάρρος. Μια γάτα και μάλιστα μαύρη, είναι ικανή να σε ρίξει στο πιο βαθύ μπουντρούμι, πόσο μάλλον όλες οι μαύρες γάτες της περιοχής. Εμείς ξέρουμε καλύτερα απ' όλους πόσο άδικες είναι αυτές οι κατηγορίες. Οι γάτες είναι αθώες, είναι έξυπνα, όμορφα και χαδιάρικα πλάσματα. Δεν τους πρέπει τέτοια μοίρα, επειδή ένας τρελός μνησίκακος άντρας αποφάσισε να τις καταδικάσει, όπως κι εμάς. Τι κάναμε εμείς; Γιατί μας θεωρούν επικίνδυνες και μας επικήρυξαν; Γνωρίζαμε τα βότανα, πώς τα ανακατεύουμε, πώς τα αναμειγνύουμε, να πάρουμε τους καρπούς τους και τα συστατικά τους. Φτιάχναμε φάρμακα, καταπλάσματα, παίρναμε τον πόνο, σε κάποιες περιπτώσεις και την αρρώστια. Κι όμως βρεθήκαμε να κατηγορούμαστε ότι φτιάχνουμε μαγικά φίλτρα, ότι είμαστε υπηρέτριες του διαβόλου, πως σκοπός μας ήταν το κακό και όχι η βοήθεια. Η γνώμη μου λοιπόν είναι να βοηθήσουμε τον άνθρωπο αυτόν και τις αδερφές μας στην ανάγκη, και να τις μεταφέρουμε στο νησί των τρωκτικών. Εκεί κανείς δεν πλησιάζει πλέον, και το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, μιας και τον πρώτο καιρό μας φιλοξένησε δίνοντάς μας το άσυλο που χρειαζόμασταν και το χρόνο να μάθουμε να κυβερνάμε το καράβι. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, και πιστεύω ότι πρέπει να μετατραπεί σε γατονήσι".
"Η απόφαση έχει παρθεί λοιπόν" συμπέρανε παραιτημένη η Αλίσια.
"Καμία απόφαση δεν έχει παρθεί", επανέλαβε η Λάουρα. "Είμαστε πέντε, η κάθε ψήφος είναι ισοδύναμη με τις υπόλοιπες, καμία δεν υπερτερεί".
"Μη με παρεξηγήσεις Λάουρα, αλλά είσαι μάγισσα και κατέχεις τη μαγεία του λόγου. Ό,τι βγει από το στόμα σου ακούγεται σωστό. Όταν θα πεις μια άποψη τις παίρνεις όλες με το μέρος σου, και δεν τις αδικώ. Ίσως να είναι και ένας λόγος ότι σε εμπιστεύονται και σε ευγνωμονούν που μας έσωσες από τη μοίρα μας, δεν ακούν τη φωνή της λογικής και παραδέχομαι ότι μέχρι στιγμής σωστά μας έχεις οδηγήσει. Οπότε ας γίνει το θέλημα σου καπετάνισσα".
"Δεν το δέχομαι αυτό που λες, πρέπει να γίνει ψηφοφορία".
"Ας γίνει, αλλά να ξέρεις ότι 4-1 θα είναι το αποτέλεσμα και η λογική η μόνη χαμένη. Αλλά αποκοτιά ήταν κι όταν σε ακολουθήσαμε, οπότε θα σε εμπιστευτώ κι εγώ και ας οδηγηθούμε όπου θελήσει ο Θεός!"
''Μην ξεχνάμε και τα πρακτικά ζητήματα" πήρε το λόγο το αγοροκόριτσο. "Σωστό είναι να δείξουμε την αλληλεγγύη μας στις αδερφές μας στην καταδίωξη ψιψίνες, αλλά θα πρέπει να δούμε και τις ανάγκες μας, δυστυχώς τα φίλτρα από αέρα δεν είναι αρκετά να μας ταΐσουν".
"Πολυμήχανες αδελφές μου, προτεραιότητα έχει να βρούμε ένα ασφαλές σχέδιο για τη διαφυγή τους και έπειτα σκεφτόμαστε και τις αξιώσεις μας από τον ευγενή".

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
"O ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ & H ΜΑΓΙΣΣΑ"
Το μήνυμα στη Λάουρα στάλθηκε, πώς αλλιώς, μέσα σε ένα μπουκάλι και τη βοήθεια των θαλασσίων ρευμάτων, κλασσικός ταχυδρομικός τρόπος της περιόδου εκείνης για να επικοινωνείς με θαλασσοδαρμένους. Φυσικά δεν μπορούσαν να αναφερθούν σε αυτό ούτε ονόματα παραλήπτη ούτε και αποστολέα, μα κυρίως το θέμα και ειδικά το θέμα που απασχολούσε τους τέσσερις φίλους.
Η Λάουρα μη θέλοντας να πέφτουν στα χέρια ναυτικών ή πειρατών τα μηνύματα που προορίζονταν για εκείνη, είχε σκεφτεί έναν τρόπο καλέσματος από την ακτή χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Σε ελάχιστα άτομα, κι αυτά απολύτου εμπιστοσύνης είχε ορίσει έναν τρόπο ειδοποίησης. Μέσα σε ένα μπουκάλι θα έβαζαν καρπούς και μόνο σε μεγάλη ανάγκη, προσεχτική και ως ένα βαθμό καχύποπτη, δεν είχε και άδικο με όσα συνέβαιναν το μεσαίωνα, είχε ορίσει σε αυτά τα πρόσωπα διαφορετικό καρπό επικοινωνίας στο κάθε ένα. Ήθελε να ξέρει σε περίπτωση προδοσίας, ποιος ήταν ο Εφιάλτης ή ο απρόσεχτος που δεν είχε διαφυλάξει το μυστικό. Στον ευγενή γιατρό είχε ορίσει τα κουκουνάρια. Ο γιατρός γνωρίζοντας ότι το κάλεσμα από την ξηρά στη Λάουρα, ήταν μια αρμοδιότητα που έπρεπε να αναλάβει μόνος του, μάζεψε τα κουκουνάρια, έσπασε και αφαίρεσε το σκληρό κέλυφος μαζεύοντας τους σπόρους τους, και τέλος τους έβαλε μέσα στο μπουκάλι πριν το σφραγίσει και το ρίξει στη θάλασσα. Ήξερε ότι μπορεί να πάρει καιρό για απόκριση και είχε συμβουλέψει τους τρεις φίλους του να εφοδιαστούν με υπομονή.
Μέχρι που ένα απόγευμα, με ένα κασκέτο στο κεφάλι μπήκε ένα αγόρι κουτσαίνοντας στο ιατρείο του. Εκείνος του έριξε μια ματιά πριν σκύψει πάνω από τα χαρτιά προτείνοντάς του να καθίσει.
"Τι σου συνέβη;" το ρώτησε και τότε το αγόρι άνοιξε τη σφιγμένη γροθιά του και χωρίς να του μιλήσει του έδειξε τον καρπό από το κουκουνάρι.
"Δεν καταλαβαίνω" είπε αν και η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπάει σαν τρελή, όμως δεν ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν παγίδα, άλλωστε το άτομο απέναντί του δεν ήταν η Λάουρα.
"Το βράδυ στην παραλία" απάντησε το αγόρι με κοριτσίστικη φωνή. "Μόνος" πρόσθεσε. Προφανώς κάποια από τις Αμαζόνες της Λάουρα, κάποια μικρόσωμη που μπορούσε να περαστεί για αγόρι. Ιέρεια της υποκριτικής ή πραγματική μάγισσα, σκέφτηκε με θαυμασμό παρακολουθώντας τη να φεύγει.
Μόλις είδε και τον τελευταίο ασθενή του, έκλεισε το ιατρείο, έστειλε ένα μήνυμα στους φίλους του ότι λόγω κατ' οίκων επισκέψεων δε θα μπορούσε να απολαύσει εκείνη τη βραδιά τη συντροφιά τους, καβάλησε το άλογό του και έφυγε για τα βόρια του νησιού. Αφού έδεσε το άλογό του σε ένα κορμό δέντρου, περίμενε προσπαθώντας να ζεστάνει τα χέρια του, που είχαν παγώσει από το κρύο, με την ανάσα του. Όταν κάποιος ουρανοκατέβατος εμφανίστηκε μπροστά του, τρομάζοντάς τον, δεν ήταν άλλη από τη Λάουρα που σκαρφαλωμένη στα κλαδιά ενός δέντρου, πήδηξε και στάθηκε όρθια σαν γάτα. Μόλις είδε το χαμογελαστό πρόσωπο της φίλης του, ανάσανε βαθιά αν και η καρδιά του δεν έλεγε να ηρεμίσει από το τρελό καρδιοχτύπι.
"Χρόνια και ζαμάνια γιατρέ" τον χαιρέτησε η Λάουρα και αφού αντάλλαξαν κάποιες αβρότητες θέλησε να μάθει το λόγο της πρόσκλησής της.
"Είναι κάτι πολύ σοβαρό, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου" απάντησε και ξεκίνησε να της εξηγεί πώς είχαν τα πράγματα.
"Ο φίλος σου πρέπει να είναι θεόμουρλος" σχολίασε η Λάουρα.
"Είναι έξυπνος άνθρωπος, δεν αφέθηκε να παρασυρθεί απο δυσιδαιμονίες, δεν πιστεύει στα μάγια, και φυσικά δεν μπορεί να πιστέψει σε δαιμόνιες γάτες και μάγισσες. Αντιλαμβάνεται ότι είναι μια ανοησία, μια σκευωρία".
"Τότε δε θα είναι καλός καθολικός" σχολίασε η Λάουρα.
"Είναι καλός άνθρωπος, κι αυτό μετράει περισσότερο από το αν είναι καλός καθολικός".
"Πρόσεξε γιατρέ γιατί θα χαρακτηριστείς αιρετικός. Δεν έχει καλύτερη μοίρα ένας αιρετικός από μια μάγισσα".
"Το γνωρίζω, αλλά ξέρω και σε ποια μιλάω, αν δε σε εμπιστευόμουν δε θα σε καλούσα για βοήθεια". Τον κοίταξε καχύποπτα. "Αν δε με εμπιστευόσουν δε θα μου πρότεινες έναν τρόπο να σε καλέσω σε ώρα ανάγκης" πρόσθεσε.
"Όταν σου πρότεινα τρόπο καλέσματος, είχα στο μυαλό μου μια ασθένεια, αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, και δε σου κρύβω ότι μου ακούγεται για παγίδα".
"Έπαψες να μου έχεις πλέον εμπιστοσύνη;" τη ρώτησε περίλυπος ο γιατρός.
"Σε εσένα μπορεί να έχω, τους υπόλοιπους δεν τους γνωρίζω".
"Εγγυώμαι εγώ για αυτούς".
"Γιατί δεν καλέσατε τους πειρατές;"
"Δεν τους εμπιστευόμαστε".
"Μου ακούγεται πολύ ριψοκίνδυνο να έκανε ένας άρχοντας τέτοιο πράγμα".
"Καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις σου, δεν σου κακιώνω αν δε μας βοηθήσεις. Μας έτυχε ο κλήρος να ζήσουμε σε δύσκολα χρόνια. Δεν ήταν σωστό από μέρους μου να σε θέσω σε κίνδυνο. Θα βρούμε άλλο τρόπο να φυγαδεύσουμε τα άτυχα πλάσματα, που ένας Πάπας έβαλε στο μάτι. Σε ευχαριστώ πολύ που ήρθες" είπε και πλησίασε το άλογο του.
"Άσε με να το σκεφτώ, πρέπει να συμβουλευτώ το πλήρωμά μου. Δεν είμαι μόνη μου πλέον, και δεν μπορώ να παίρνω τόσο καίριες αποφάσεις για όλες μας".
"Το καταλαβαίνω" απάντησε εκείνος αποθαρρημένος.
"Αν είναι να σε βοηθήσουμε θα έχεις νέα μου σύντομα, αν περάσουν τρεις μέρες χωρίς επικοινωνία, η απάντησή μας θα είναι αρνητική, οπότε θα πρέπει να βρείτε άλλον τρόπο να βοηθήσετε τις φιλενάδες σας".
Εκείνος αρκέστηκε σε ένα καταφατικό νεύμα πριν καβαλικέψει το άλογό του για να φύγει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Η Λάουρα και το πλήρωμα του πειρατικού-
"Θα μας πεις τώρα και την ιστορία της Λάουρα;" τον διέκοψε ο ευγενής Υπόνομος.
"Αυτή σου λέω!"
"Άσε τα χρόνια που ήταν παιδί, συνέχισε από εκεί που ο καιρός πέρασε γρήγορα και η Λάουρά σου έγινε μια πανέμορφη γυναίκα".
"Πράγματι, η Λάουρα έγινε μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, μα εκτός από πεντάμορφη είναι κι έξυπνη, περήφανη και δυναμική. Όμως όλα αυτά τα χαρίσματα συχνά όταν τα έχει μια γυναίκα μετατρέπονται σε παγίδα. Όσο ζούσε ο πατέρας της κανένας δεν τολμούσε να ενοχλήσει τις τρεις γυναίκες. Φυσικά πολλοί φοβόνταν και τη γιαγιά. Μην ξεχνάτε ότι την είχαν ανάγκη. Όμως τα χρόνια πέρασαν και η γιαγιά έφυγε για το μεγάλο ταξίδι που δεν έχει γυρισμό. Όμως την πρώτη απώλεια ακολούθησε μια δεύτερη, ο πατέρας της δεν φάνηκε ξανά. Η μητέρα της μαράζωσε από την απουσία του άντρα της, έλειπε πλέον και η δική της μητέρα που ήταν το στήριγμά της, επακόλουθο ήταν να αρρωστήσει και αυτή και να ακολουθήσει την αγαπημένη της μητέρα, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Λάουρα. Όπως οι δυο γυναίκες που τη μεγάλωσαν, έτσι και η Λάουρα προσέφερε τις γνώσεις αυτές σε όποιον τις είχε ανάγκη. Όμως τα κάλλη και η περηφάνια της προσέλκυαν τον πόθο των αντρών και τη ζήλια των γυναικών. Αν και απέκρουε τις προτάσεις των αντρών, πολλοί γίνονταν επίμονοι. Αποτέλεσμα να τους βάζει στη θέση τους. Όμως για σκεφτείτε, όσο κι αν είχε το δίκιο με το μέρος της, ποιος άντρας μπορεί να ανεχτεί να τρώει ξύλο από μια γυναίκα;"
"Εγώ σίγουρα όχι" παραδέχτηκε, ποιος άλλος...!
"Ακριβώς".
"Κι ας πήγαιναν γυρεύοντας!" σχολίασε αγανακτισμένος ο φίλος ευγενής.
"Ένας λόγος παραπάνω. Όπως ανέφερα η Λάουρα είναι μια έξυπνη γυναίκα. Δεν άργησε να υποψιαστεί ποια μοίρα της επιφυλασσόταν, ειδικά όταν έβγαλε νοκ άουτ έναν ευγενή."
"Δεν ήμουν εγώ" βιάστηκε να αμυνθεί ποιος άλλος! "Και τι σημαίνει νοκ άουτ;" αναρωτήθηκε.
"Μια καταγγελία εναντίον της θα ήταν αρκετή να την καταδικάσει στην πυρά. Ήξερε ότι δεν υπάρχουν μόνο τα άνθη σε έναν κήπο, αλλά και τα παράσιτα, και ότι πολλοί ήταν εκείνοι που θα ήθελαν το κακό της".
"Κι έτσι πήγε στους πειρατές;"
"Δε θα πήγαινε σε καμία περίπτωση στους πειρατές να ζητήσει προστασία, εκτός κι αν ήξερε ότι θα συναντούσε τον πατέρα της. Όμως για εκείνη πλέον ήταν νεκρός, εφόσον δεν της είχε δώσει σημεία ζωής. Και ήλπιζε να είναι νεκρός, μιας και στην απουσία του οφειλόταν και ο θάνατος της αγαπημένης της μητέρας".
"Και τι έκανε;"
"Ο πατέρας της την είχε προειδοποιήσει ότι οι πειρατές δεν ήταν άξιοι εμπιστοσύνης, ακόμα κι αν κάποιοι τη σέβονταν λόγω του πειρατικού αίματός της, δεν θα το έκαναν όλοι!"
"Και τι της έμεινε να κάνει;" ρώτησε ο τρίτος της παρέας εκφράζοντας την απορία όλων.
"Μα να γίνει η ίδια πειρατής!"
"Με τι; Με χάρτινη βάρκα; Το πλοίο χρειάζεται πλήρωμα!"
"Δεν είχε μόνο η Λάουρα τη δυσμενή αυτή μοίρα, ήταν και άλλες γυναίκες. Φοβισμένες όπως ήταν συχνά, προσέτρεχαν σε εκείνην, ήταν ο τελικός φάρος ελπίδας τους, ίσως κατάφερνε να τις προστατέψει. Ίσως κι όχι, οι εχθροί ήταν πιο ισχυροί".
"Και έγιναν πειρατίνες;"
"Πείτε μου εσείς, τι άλλο τους έμενε να κάνουν;"
"Ωραίος ο θρύλος σου γιατρέ μου" τον πείραξε ο Υπόνομος.
"Δεν είναι θρύλος" διαμαρτυρήθηκε "γνωρίζω τα πρόσωπα που μόλις σας ανέφερα, δε θα πρότεινα μια φανταστική λύση στο σοβαρό αυτό πρόβλημα".
"Δίκιο έχει, κάτι έχω ακούσει κι εγώ γι' αυτές τις Αμαζόνες".
"Αμαζόνες, όπως το λες".
"Ωραία, κι ας πούμε ότι είναι έτσι, πώς θα τις προσελκύσουμε, κι επιπλέον θα δεχτούν να μας βοηθήσουν;"
"Πιστεύω ότι θα δεχτούν, ως αλληλεγγύη στις κακόμοιρες γάτες που έχουν πέσει θύματα και αυτές της φρενίτιδας της δεισιδαιμονίας. Αλλά..."
"Αλλά;" ρώτησε ο ευγενής.
"Δε θα το κάνουν χωρίς αμοιβή, έχουν ανάγκες, το πλήρωμα πρέπει να τραφεί, να εξοπλιστεί με όπλα για τις μάχες και ό,τι άλλο τέλος πάντων χρειάζονται!"
"Πόσες γυναίκες είναι; Μήπως χρειάζονται κανέναν ναύτη ή ίσως και μούτσο;" ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Υπόνομος.
"Μη γίνεσαι βλάκας!" τον μάλωσε ο ευγενής.
"Αν θέλει να βρεθεί καταμεσής της θάλασσας" απάντησε ο γιατρός.
"Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα, κι αν δεχτούν θα έχουμε λύσει ένα μεγάλο ζήτημα, θα ανοίξουν βέβαια ένα σωρό μικρά".
"Ένα ένα, για όλα θα βρούμε λύση με την καπετάνισσα Λάουρα" τον καθησύχασε ο φίλος του ο γιατρός.

Κεφάλαιο Πέμπτο - Λάουρα
"Έπρεπε να τους αφήσεις να πάνε" σχολίασε εκνευρισμένος ο ευγενής Υπόνομος.
"Είναι γεμάτος ποντίκια, δε θέλουμε να κολλήσουν κάτι και να το φέρουν και στον επάνω κόσμο".
"Νομίζω πως είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα θα εξαπλωθούν ασθένειες. Οι γάτες δεν υπάρχουν για να αποτρέψουν την αύξηση του πληθυσμού των ποντικιών, αυτά όλο αυξάνονται και με την απουσία του φυσικού εχθρού τους ξεθαρρεύουν και ανεβαίνουν πιο συχνά και πιο πολλά από τους υπονόμους, όμως δε χρειάζεται να επισπεύσουμε την κατάσταση" σχολίασε ο ευγενής γιατρός.
"Λοιπόν, για μίλα μας για τη Λάουρα" τον προέτρεψε ο ευγενής.
"Η Λάουρα!" είπε και η φωνή του χρωματίστηκε με θαυμασμό. "Από πού να ξεκινήσω;"
"Από την αρχή θα προτιμούσαμε" σχολίασε ο Sir Υπόνομος.
"Αφού το θες! Η μητέρα της Λάουρα, όπως και η γιαγιά της νωρίτερα γνώριζαν πολύ καλά τα μυστικά της φύσης. Ήξεραν ποιο φυτό έκανε για τη μία ή την άλλη ασθένεια, ποιο καταπραΰνει τους πόνους. Δεν κατέφευγαν σε εκείνες και στις γνώσεις τους μόνο απλοί χωρικοί, αλλά και ευγενείς, ακόμα και γιατροί. Είχαν διδαχθεί απευθείας από τον καλύτερο, από τη μητέρα φύση. Αν δεν ήταν γυναίκες, θα εξασκούσαν δίχως άλλο το ευγενές επάγγελμα του γιατρού. Η γιαγιά της Λάουρα, προσέφερε τη βοήθειά της σε όποιον κι αν της το ζητούσε, μπροστά της έβλεπε πάντα έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη. Κάποια στιγμή οδήγησαν στην καλύβα της οι σύντροφοί του έναν τραυματισμένο άντρα. Της πέταξαν ένα πουγκί με φλουριά και τη διέταξαν να τον κάνει καλά πριν εκείνοι χαθούν μέσα στη νύχτα. Αυτό που δε γνώριζαν οι άντρες είναι ότι θα τον φρόντιζε έτσι κι αλλιώς, αλλά δε χρειαζόταν να το ξέρουν, η οικονομική βοήθεια για μια φτωχή οικογένεια είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Φρόντισε τα τραύματά του και ξενυχτούσε στο πλάι του τις νύχτες που εκείνος ψηνόταν στον πυρετό, τόσο εκείνη όσο και η διάδοχός της στις γνώσεις, η κόρη της.
Όταν μετά από μερόνυχτα ο άντρας άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε ένα από τα ομορφότερα πλάσματα, να είναι καθισμένο κατάχαμα κι ακουμπισμένο με την πλάτη στον τοίχο να κοιμάται. Κάποιες τούφες το είχαν σκάσει από την πλεξούδα της, ο άντρας έμεινε να την κοιτάζει και να πιστεύει ότι είναι στον παράδεισο, τι κι αν γνώριζε ότι δεν τον άξιζε. Όταν η καλλονή άνοιξε τα δικά της μάτια, αντίκρισε ένα πράσινο βλέμμα κολλημένο επάνω της, ένα χαμόγελο γλύκαινε και ομόρφαινε το άγριο πρόσωπό του. Αντιλαμβάνεστε ότι ο έρωτας κεραυνοβόλησε τους δύο νέους. Δυστυχώς όμως ο άντρας ήταν καταζητούμενος, μιας και ήταν πειρατής. Τα πράγματα δεν μπορούσαν να πάρουν τη φυσική πορεία τους. Όμως ο έρωτας δεν κοιτάζει τα επιτρεπτά και τα ανεπίτρεπτα, είναι πάνω από όλα αυτά. Είναι ισχυρός σαν το νερό, αν δεν μπορέσει να προσπεράσει το φράγμα αργά ή γρήγορα θα το διαβρώσει.
Ο πειρατής έφυγε με την προτροπή τη δική της και της πεθεράς του. Η Λάουρα γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα. Πολλά μπορεί να λέγονταν πίσω από την πλάτη τους, αλλά άλλος πολύ άλλος λιγότερο είχαν ανάγκη τις δύο γυναίκες. Όμως μην περάσει στιγμή από το κεφάλι σας ότι ο πειρατής ξέχασε τη γυναίκα του, ότι ήταν μια ακόμα περιπέτεια για εκείνον, που με τη θέα μιας άλλης όμορφης γυναίκας θα τη λησμονούσε.
Επέστρεφε συχνά, κι έτσι η Λάουρα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον πατέρα της. Ο πειρατής ξέροντας τους κινδύνους που διέτρεχαν οι γυναίκες, αποφάσισε να μάθει τόσο την κόρη του όσο και τη σύντροφό του ''αυτοάμυνα''. Το πρότεινε και στην πεθερά του, αλλά εκείνη χαχάνιζε και καθόταν να τους κάνει χάζι να παλεύουν. Η Λάουρα διδάχτηκε πολλά κι από τους δυο γονείς της και φυσικά από τη γιαγιά της. Ξέρει να γιατροπορεύει, να κολυμπάει, ξέρει όμως και να πολεμάει. Ξέρει να κυβερνάει τη ζωή της τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - Πειρατές γένους θηλυκού -
"Ούτε εγώ έχω εμπιστοσύνη στους πειρατές, αλλά στις πειρατίνες!"
"Καλά είμαστε, αυτός άφησε τις μάγισσες και έπιασε τις πειρατίνες" είπε ο ευγενής Υπόνομος κι έπειτα παίρνοντας το ποτήρι του συνομιλητή του το έφερε κοντά στη μύτη του και το μύρισε. "Τι σε σερβίρανε, άλλο κρασί είναι από το δικό μου;" αναρωτήθηκε τολμώντας να δοκιμάσει μια γουλιά.
"Δεν γνωρίζετε την ιστορία της Λάουρα, από τα βόρια του νησιού;" Η ομήγυρη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Πριν προλάβει να ξεκινήσει να τους εξηγεί, ο κάπελας εμφανίστηκε φέρνοντάς τους πήλινες κούπες γεμάτες με κρασί.
"Κερασμένες" τους είπε αφήνοντας τις κούπες πάνω στο τραπέζι τους και δείχνοντάς τους με το κεφάλι μια παρέα που καθόταν στο κέντρο του μαγαζιού. Και οι τέσσερις γύρισαν και τους κοίταξαν. Ένας από τους άντρες στάθηκε όρθιος και σηκώνοντας την κούπα προς τη μεριά τους είπε: "Πίνω στην υγεία του ευεργέτη μας, του ακούραστου φονιά των μαγισσογατιών".
Τα πιο ηλίθια πλάσματα πρέπει να ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, και τώρα θα μου συγχωρέσετε το μικρό, αλλά αληθές αυτό σχόλιο και θα συνεχίσω τη διήγηση.
"Ευχαριστούμε!" είπε φιλικά και σήκωσε το ποτήρι του ο γατόφιλος ευγενής μας, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας κούνησαν το κεφάλι τους πίνοντας μια γουλιά από το κερασμένο κρασί που τους έκαψε το λαιμό σαν να ήταν δηλητήριο.
"Δεν το βάζεις κάτω ε; Έχω εβδομάδες να δω γάτα, κι όμως εσύ αποφάσισες να καθαρίσεις ολόκληρο το βασίλειο από δαύτες" είπε πλησιάζοντας το τραπέζι τους παραπατώντας.
"Τι εννοείς φίλε μου;" τον ρώτησε υποκρινόμενος τον ψύχραιμο ο ευγενής.
"Όλο και κάτι έφτασε στο αυτί το δικό μου και της παρέας μου από τη συζήτησή σας, συγκεκριμένα πιάσαμε τη λέξη γάτα να επαναλαμβάνεται συχνά. Μα σοβαρά πιστεύετε ότι όλα αυτά τα δαιμόνια μπορεί να κρύβονται στους υπονόμους;"
Ήταν η στιγμή που η ιερή γατοσυμμαχία συνειδητοποίησε την αποκοτιά της. Δεν ήταν κουβέντες αυτές να γίνονται σε δημόσια μέρη, ούτε καν ψιθυριστά.
"Πιστεύω πως η περιοχή μας έχει απαλλαχθεί από αυτά τα παράσιτα" σχολίασε υποκριτικά ο ευγενής.
"Δε θα ήταν όμως κακή ιδέα, να ρίξουμε μια ματιά και στους υπονόμους;" επέμενε ο άντρας.
"Όχι, δε θα ήταν" συμφώνησε ο ευγενής.
"Θα πάω αμέσως" προσφέρθηκε παραπατώντας.
"Καλύτερα όχι, υπάρχουν ποντίκια εκεί κάτω".
"Τι να μας φοβίσουν τα ποντίκια, από τις δαιμονικές γάτες διατρέχουμε κίνδυνο", αποφάνθηκε ο φτωχοδιάβολος, ο συγγενής των αρουραίων.
"Πιες το κρασί σου και άραξε" τον καθησύχασε ο ευγενής. "Αυτό που δεν άκουσες είναι ότι έχουμε ήδη ελέγξει ότι στους υπονόμους δεν υπάρχουν γάτες. Ο τύπος σκυθρώπιασε, προφανώς περίμενε μια γερή αμοιβή από τον φίλο μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε εμφανιστεί στο κατώφλι του με μια αιχμάλωτη γάτα.
"Αν είναι έτσι" απάντησε απογοητευμένος, γυρίζοντας στην παρέα του παραπατώντας.
"Μήπως να συνεχίσουμε τη βραδιά μας στο σπίτι;" πρότεινε ο ευγενής, ρίχνοντας μια διερευνητική ματιά γύρω του, ανησυχώντας μήπως είχαν τραβήξει την προσοχή και άλλων θαμώνων του καπηλειού, λιγότερο μεθυσμένων και περισσότερο προσεκτικών. Και η υπόλοιπη γατοσυμμαχία συμφώνησε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ -Η Γατοσυμμαχία βρίσκεται σε αδιέξοδο
"Αν τη μεταφορά την αναλάβουν πειρατές;"
"Είσαι τρελός! Αυτό κι αν είναι ριψοκίνδυνο, το να ανοίξουμε παρτίδες με πειρατές" σχολίασε ο ευγενής Υπόνομος.
"Δεν έχει άδικο σε αυτό" συμφώνησε ο φίλος των απανταχού γατιών. "Ακόμα κι αν συμφωνήσουν να αναλάβουν τη δουλειά, μπορεί έπειτα να μας εκβιάζουν, και την ίδια ώρα να μας προδώσουν στις αρχές για να πάρουν παραπάνω".
"Άσε που δεν πρέπει να τους έχουμε εμπιστοσύνη ότι δε θα πνίξουν οι ίδιοι τις γάτες, μιλάμε για πειρατές, δεν έχουν μπέσα. Επιπλέον οι περισσότεροι από αυτούς είναι δεισιδαίμονες" σχολίασε ο τέταρτος της παρέας.
"Και τι μας μένει να κάνουμε; Να ναυλώσουμε ένα καράβι και να τις μεταφέρουμε εμείς στο νησί;"
"Αν μας πιάσουν είμαστε καταδικασμένοι. Στην περίπτωση που οι φίλοι μας αποκαλυφθούν έξω στη φύση, θα θεωρήσουν ότι πρόκειται για ισχυρή μαγεία, αλλά αν βρεθούν στο σπίτι μου ή ανακαλυφθούν όταν είμαστε μαζί τους, θα οδηγηθούμε στην πυρά".
"Εκτός από εμάς, ποιος άλλος δε φοβάται τις γάτες;" αναρωτήθηκε ο τρίτος που είχε την ιδέα για το νησί.
"Οι μάγισσες" ψέλλισε ο τέταρτος που κυρίως άκουγε προσεχτικά.
"Μην είσαι ανόητος, δεν υπάρχουν μάγισσες!" του επέστρεψε την προσβολή ο Sir Υπόνομος. Η αλήθεια είναι ότι του τη φύλαγε ώρα.
"Δεν το εννοώ κυριολεκτικά, αναφέρομαι στις γυναίκες που κατηγορήθηκαν ως μάγισσες. Και που γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι η κατηγορία δεν ευσταθεί, ούτε για τις ίδιες, μα ούτε για τις ταλαίπωρες τις γάτες".
"Και πού θα τις βρούμε έξυπνε; Αυτές τώρα βρίσκονται στην κόλαση" σχολίασε ο ευγενής Υπόνομος.
"Μην βλασφημείς" ήταν η σειρά του ''Πειρατή'' να τον μαλώσει.
"Τι είναι αυτό που ξέρεις και δε μας το λες;" τον ρώτησε ο ευγενής Γατόφιλος που διέκρινε τη σπίθα στα μάτια του φίλου του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα χρόνια πέρασαν και η κατάσταση ομαλοποιήθηκε τόσο για τις γάτες όσο και για τις μαύρες γάτες. Αν και η υπόληψη των μαύρων γατιών είχε κηλιδωθεί. Από εκεί και έπειτα θα θεωρούμασταν ως γρουσούζες από τμήμα του πληθυσμού, που άλλος θα μας κλώτσαγε, άλλος θα μας έριχνε νερά, θα μας έκανε ''ξουτ''. Φυσικά, θύματα συχνά έπεφταν γάτες όλων των χρωμάτων, από λευκές και παρδαλές, μέχρι κόκκινες και γκρίζες, όμως εμείς παίρναμε πάντα τη μερίδα του λέοντος στην κακοτροπιά. Τι ατιμωτικό για έναν συγγενή του μαύρου ιαγουάρου! Βέβαια η εχθρότητα που έδειχναν απέναντί μας όλου του κόσμου οι ανόητοι, μας έκανε πιο προσεκτικές, πιο σβέλτες και ίσως πιο έξυπνες από ότι τις υπόλοιπες, και σίγουρα πιο καχύποπτες. Όταν όμως κάποιος αποφάσιζε να μας αγαπήσει θα του επιστρέφαμε αυτή την αγάπη στη νιοστή.
Οι αιώνες πέρασαν και οι μαύρες γάτες σώθηκαν από την ευγένεια ενός αριστοκράτη Σκωτσέζου, αλλά και κάποιων που εκείνος ο πρώτος αποφάσισε να κάνει "συνενόχους", μιας και θα προδιδόταν η προστασία που πρόσφερε, όπως είχαν αρχίσει να αυξάνονται και να πληθαίνουν μέσα στην εσωτερική αυλή, που δεν έλειπαν και οι γατοκαυγάδες. Και κάπως έτσι έπρεπε να στηθεί ολόκληρη επιχείρηση μεταφοράς τους σε απομακρυσμένα μέρη που δε θα κινδύνευε το γένος.
"Δεν μπορούμε να τις αφήσουμε απλά ελεύθερες, αρκετές από αυτές θα επιστρέψουν πίσω, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστούν και να ριχτούν στην πυρά" επέμενε ο ευγενής στην ιερή γατοφιλική συμμαχία.
"Υπόνομοι" πρότεινε κάποιος, που μάλλον δε θα είχε και μεγάλη σχέση μαζί μας.
"Αποκλείεται, είναι πλάσματα του καθαρού αέρα, δε θα μείνουν στον υπόνομο".
"Υπάρχει ένα νησί" μίλησε κάποιος άλλος, λες και εκείνη την ώρα γένναγε την ιδέα το μυαλό του. "Ακατοίκητο, από όσο γνωρίζω από ανθρώπους, αλλά εκεί ζουν πολλά τρωκτικά. Αν μπορούσαμε να τις μεταφέρουμε σε αυτό!"
"Ιστορίες από το μυαλό σου λες πάλι;" τον ρώτησε ο ευγενής Υπόνομος.
"Καθόλου".
"Έχει δίκιο, το έχω ακούσει κι εγώ" συμφώνησε ο ευγενής.
"Ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο, πώς θα φτάσουν ως εκεί οι γάτες; Κολυμπώντας; Ακόμα κι ένας ανόητος γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γάτες δε συμπαθούν το νερό".
"Ένας ανόητος που θα πρότεινε να οδηγηθούν οι γάτες στον υπόνομο;" τον πείραξε ο τέταρτος της παρέας που μέχρι τότε δεν είχε πάρει το λόγο. Ο άλλος τον αγριοκοίταξε και σταύρωσε αμυντικά τα χέρια στο στήθος, προτιμώντας να μη μιλήσει.
"Δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μεταφερθούν στο νησί. Αν εκεί ζουν τρωκτικά θα κυνηγήσουν να βρουν την τροφή, κάτι που θα τους έχει λείψει, έγκλειστες όπως είναι στην αυλή τόσο καιρό, άσε που κάποιες θα μπορούν να ψαρέψουν στην ανάγκη. Αλλά το θέμα είναι πώς θα τις μεταφέρουμε εκεί;" παρατήρησε ο ευγενής.
"Έχω κάτι στο μυαλό μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο είναι εφικτή η πρότασή που θα κάνω".

Κεφάλαιο Πρώτο
Το όνομά μου το πήρα από την Ελιά, και από καμία παλιά ή νέα βασίλισσα. Το ένα μου μάτι, το δεξί έχει το πράσινο της ελιάς, το άλλο, το αριστερό έχει το καθαρό μπλε του ξάστερου ουρανού. Η γούνα μου είναι μαύρη κάτι που προκαλεί σε ορισμένους "ανθρώπους" την απέχθεια. Βιαστικά προσπαθούν να με προσπεράσουν ή φτύνουν τον κόρφο τους και δεν είναι λίγοι και αυτοί που προσπαθούν να με κλωτσήσουν. Ποιος όμως νοιάζεται για τις ανοησίες των ανθρώπων που έχουν γεμίσει με προκαταλήψεις το μυαλό και τη ζωή τους, αναζητώντας να βρουν τα αίτια γιατί τα πράγματα πάνε στραβά;
Λοιπόν, θα σας πω εγώ γιατί τα πράγματα πάνε στραβά, μα γιατί δε σέβεστε ένα τυχερό πλάσμα όπως μια μαύρη γάτα. Στην Αίγυπτο οι πρόγονοί μας, λατρεύονταν ως θεότητες και τις σέβονταν, και δεν αναφέρομαι σε όλες τις γάτες, αλλά συγκεκριμένα στις μαύρες.
Κι όμως επικράτησε η γνώμη ενός παλαβού που μας χαρακτήρισε ως γρουσούζες. Αλλά αυτό είναι άλλου πάπα ευαγγέλιο και σίγουρα όχι η δικιά μου ιστορία. Ένας άρχοντας εκείνα τα χρόνια από τη Σκοτία είχε αντιληφθεί ότι κάθε φορά που συναντούσε μια μαύρη γάτα κοντά στο κατώφλι του σπιτιού του, θα έκανε επικερδείς συμφωνίες, δε δίσταζε μάλιστα κάθε φορά που αντάμωνε με μια μαύρη γάτα να σκύβει να τη χαϊδέψει. Βγαίνοντας το φιρμάνι την άγρια περίοδο του μεσαίωνα, ο άρχοντας έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός όσον αφορά τη συμπεριφορά του απέναντί μας. Όμως όταν έμαθε ότι οι μαύρες γάτες πρώτες από όλες καταδικάστηκαν σε θάνατο ως βοηθοί των μαγισσών, αυτός δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, άλλωστε πως θα αυγάτιζε την περιουσία του αν εμείς εξαφανιζόμασταν. Οπότε αποφάσισε να σώσει κάποιες από εμάς. Πώς όμως θα το έκανε αυτό, ειδικά τη στιγμή που είχε εξαπλωθεί τέτοια φρενίτιδα εναντίον los gatos negros, κινδύνευε να κατηγορηθεί και ο ίδιος ως μάγος. Έπρεπε να πάει με το ρεύμα. Κάθε φορά που αντάμωνε μία από εμάς άρχιζε να σταυροκοπιέται και να φτύνει τον κόρφο του, όπως έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι, όμως όταν εκείνοι δεν πρόσεχαν μας έκλεινε κρυφά το μάτι προκειμένου να μην τον παρεξηγήσουμε, δεν ήθελε βλέπετε να χάσει τη εύνοιά μας. Τις φορές που δεν ήταν άλλος μπροστά, μας έβαζε στο σπίτι του όπου μας προσέφερε άσυλο. Ευτυχώς για εκείνον και για εμάς, ο μοναδικός υπηρέτης του ήταν από την Αίγυπτο, οπότε δεν κινδύνευε να τον προδώσει, αφού τιμούσε και σεβόταν και ο ίδιος τις μαύρες γάτες, ίσως να μας λάτρευε κιόλας και να αντιλαμβανόταν το λάθος των ανθρώπων και ότι αργά ή γρήγορα η κατάρα της μαύρης γάτας θα έπεφτε στο κεφάλι τους, όπως κάποιους αιώνες νωρίτερα έπεσαν στα κεφάλια των Αιγυπτίων, οι εφτά πληγές.
Σε μια εσωτερική αυλή, αποκομμένη από αδιάκριτους γείτονες, φιλοξενούνταν οι μαύρες γάτες και όσο πλήθαιναν οι γάτες στην αυλή του τόσο και η τύχη του σε όλους τους τομείς αυξανόταν, την ίδια ώρα που η τύχη του υπόλοιπου πληθυσμού μειωνόταν. Μάλιστα, προκειμένου να σώσει από τα χέρια των φανατικών τις ψιψίνες, παρίστανε ότι μας μισούσε σε τέτοιο βαθμό που είχε ζητήσει να του παραδίδουν στα χέρια του, και μόνο ζωντανές τις μαύρες γάτες έναντι αμοιβής, ήξερε ότι θα τη λάβει πίσω μέσω της εύνοιας μας, για να πάρουν αυτό που τους αξίζει όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Βέβαια ο άρχοντας εννοούσε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που πίστευαν οι απανταχού εχθροί της ράτσας μας. Και όσο ο πληθυσμός των γατιών μειωνόταν στους δρόμους, τόσο αυξανόταν εκείνος των ποντικιών που εφόσον είχε εκλείψει ο φυσικός τους εχθρός, κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και ωραίοι, με αποτέλεσμα να γεμίσει αρρώστιες ο τόπος. Όμως ποιος ποντικός τολμούσε να πλησιάσει ένα σπίτι γεμάτο με γάτες;
Αυτή την ιστορία μου έλεγε η γιαγιά μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε στην κουφάλα της υπεραιωνόβιας ελιάς μας, παρηγορώντας με για το χρώμα μου και εξηγώντας μου πόσο τυχερό και ευλογημένο πλάσμα ήμουν.
Και ναι, ίσως έχετε δίκιο, αυτή δεν ήταν η δική μου ιστορία, αλλά σίγουρα είναι ο πρόλογός της. Γιατί είμαι βέβαιη ότι μία από εκείνες τις γάτες ήταν πρόγονός μου. Και χάρη στον άρχοντα βρίσκομαι κι εγώ εδώ, αφού δεν κόπηκε η αλυσίδα της γενιάς μου και σας διηγούμαι την ιστορία μου.
Συνεχίζεται...
Πρώτα όμως ένα Υ.Γ.: Δεν είναι να απορείς πώς φέρονται ορισμένοι άνθρωποι στις μαύρες γάτες, αφού συχνά το ίδιο και χειρότερα φέρονται και στους μαύρους ανθρώπους.